Η Αριάδνη ήταν μόλις επτά ετών όταν έχασε τη μητέρα της. Πέθανε λίγο πριν τα Χριστούγεννα από ανακοπή. Συγγενείς, δάσκαλοι και γείτονες, για να παρηγορήσουν την παγωνιά που απλώθηκε στην καρδούλα της, της είπαν πως η αγαπημένη της μαμά δε χάθηκε, πως έγινε άγγελος στον ουρανό κι από εκεί ψηλά, μαζί με το Αστέρι των Χριστουγέννων, θα την προσέχει για πάντα.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, η Αριάδνη έγραψε γράμμα στον Άγιο Βασίλη, κάνοντας μόνο μια ευχή˙ να της δώσει πίσω τη μαμά της. Τα Χριστούγεννα πέρασαν, η μαμά όμως δε γύρισε. Η Αριάδνη θύμωσε με τον Άγιο Βασίλη. Έπαψε να πιστεύει κι ορκίστηκε πως δε θα ξαναγιορτάσει ποτέ τα Χριστούγεννα, όσο κι αν την παρακαλούσαν.
Πέρασε μια δύσκολη χρονιά. Έμενε πια με τη θεία Όλγα, την αδερφή της μητέρας της, και τα δυο της ξαδέρφια, με τα οποία –ευτυχώς– τα πήγαινε καλά. Της έλειπε όμως η μαμά της. Στο σχολείο, απομακρύνθηκε από τις φίλες της κι ήταν συνεχώς αφηρημένη στο μάθημα. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο και τα ματάκια της έψαχναν τον ουρανό, μήπως σαν από θαύμα έβλεπε τη μαμά της να κατεβαίνει ξανά από εκεί που την είχε πάρει ο Άγιος Βασίλης. Πώς μπορούσε ο αγαπημένος της Άγιος να της το έχει κάνει αυτό; Μήπως έφταιγε εκείνη; Μήπως την τιμώρησε επειδή δεν ήταν καλό παιδί; Οι ενοχές φούντωναν και γίνονταν κεριά που έκαιγαν την ψυχούλα της που πονούσε.
Τα επόμενα Χριστούγεννα έφτασαν. Τα παιδιά έγραφαν πυρετωδώς γράμματα στον Άγιο Βασίλη και ζητούσαν ένα σωρό παιχνίδια. Τα έριχναν σε ταχυδρομικά κουτιά για να πάνε στη Λαπωνία, τα έβαζαν κάτω από το δέντρο για να τα διαβάσει –τηλεπαθητικά λες– ο Άγιος και γενικότερα, έγραφαν κι έγραφαν για να σιγουρέψουν ότι θα εισακουστούν όλες οι επιθυμίες τους. Μέχρι κι η δασκάλα, την τελευταία μέρα του σχολείου, τους κέρασε νόστιμα χριστουγεννιάτικα ζαχαρωτά και τους έβαλε εργασία με θέμα «Το δώρο του Άι Βασίλη». Η Αριάδνη όμως αρνήθηκε να την κάνει. Η δασκάλα δεν επέμεινε. Της πρότεινε μόνο να γράψει ό,τι εκείνη επιθυμούσε, για το καλό των ημερών. Στο τέλος του μαθήματος, μέσα στην άδεια πια αίθουσα, η δασκάλα, με δάκρια στα μάτια και χέρια να τρέμουν, διάβασε την κόλλα της Αριάδνης.
Αγαπημένο μου Αστέρι,
Όλοι λένε πως είσαι με τη μαμά μου, αλλά δε σε έχω δει ποτέ στον ουρανό. Σε παρακαλώ! Δε θέλω τίποτα άλλο. Μόνο να σε δω μια φορά! Έτσι θα ξέρω πως η μαμά μου ακόμα με βλέπει και με προσέχει. Κι εγώ θα είμαι καλό παιδί. Το καλύτερο παιδί θα γίνω. Σου το υπόσχομαι. Δε θα ξαναπώ ποτέ ψέματα ότι δεν έφαγα εγώ τις καραμέλες από το κουτί στο σαλόνι, ούτε θα ξαναρνηθώ να πλύνω τα δόντια μου και να κάνω μπάνιο. Και θα βοηθάω τη θεία με τις δουλειές. Θα μαζεύω το δωμάτιο μου και δε θα κάνω αταξίες. Καμία αταξία. Να! Φιλάω σταυρό! Αλήθεια αγαπημένο μου αστέρι!
Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!
Θέλω μόνο να δω τη μαμά μου!!!
Με αγάπη,
Αριάδνη
Το βράδυ της παραμονής, η Αριάδνη το πέρασε στο δωμάτιό της, κοιτώντας τον ουρανό. Τίποτα δε φαινόταν. Τα ματάκια της έγερναν από τη νύστα, όμως ήταν αποφασισμένη να μείνει ξύπνια για να μη χάσει το αστέρι της. Ήταν τόσο σημαντικό να το δει!
Ξαφνικά, βρέθηκε στο σαλόνι. Το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν στολισμένο με μεγαλοπρέπεια. Στην κορυφή του, βρισκόταν ένα αστέρι. Ή μήπως ήταν άγγελος; Θυμόταν καλά ότι η θεία Όλγα είχε βάλει αστέρι στην κορυφή. Ναι, το θυμόταν. Έτριψε τα ματάκια της για να δει καλύτερα. Το αστέρι άρχισε να λάμπει όλο και πιο πολύ και μέσα στη λάμψη του φαινόταν καθαρά ένας άγγελος. Γούρλωσε τα ματάκια της με έκπληξη. Ναι! Ήταν σίγουρη! Ο άγγελός της ήταν εκεί και την κοιτούσε. Και…και…ήταν ίδιος η μαμά της! Ναι! Ήταν η μαμά της και τη χαιρετούσε! Ήταν τόσο όμορφη!
Η Αριάδνη κοιτούσε αποσβολωμένη. Ο άγγελος της χαμογέλασε και της έστειλε ένα φιλί. Το είδε να στριφογυρίζει στον αέρα αφήνοντας πίσω του μια ουρά από φως και χρυσόσκονη. Έφτασε ως εκείνη, την άγγιξε στο μάγουλο κι ύστερα άρχισε να γυρίζει γύρω της και να τη τυλίγει με μια φωτεινή κουβέρτα. Ένιωθε τόσο όμορφα! Έκλεισε τα ματάκια της και για λίγο –μόνο για λίγο– αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν ξανά στην αγκαλιά της μαμάς της. Τι ωραία που ήταν!
Όταν τα άνοιξε, βρισκόταν ξανά στο κρεβάτι της. Ο άγγελος είχε χαθεί. Όχι! Δεν μπορεί να το ονειρεύτηκε! Ήταν τόσο αληθινό! Μα… τι της είχε πει ο άγγελος;
«Κάθε Χριστούγεννα να κοιτάς το αστέρι στο δέντρο. Θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω! Κάθε Χριστούγεννα, θα είμαι εκεί να κάνω τις ευχές σου πραγματικότητα!»




