Σηκώθηκε, όπως πάντα, πρώτη απ’ όλους. Ετοίμασε το πρωινό, έβαλε το κολατσιό των παιδιών στις τσάντες τους κι έπλυνε τα χθεσινοβραδινά πιάτα στον νεροχύτη. Η ώρα 7.00. Ξύπνησε τα παιδιά με γλυκόλογα για ν’ αποφύγει την πρωινή γκρίνια και τα έστειλε να πλύνουν το πρόσωπό τους και να πάνε τουαλέτα. Με το που απλώθηκε η μυρωδιά του καφέ στο σπίτι, σηκώθηκε κι ο Αντώνης. Έφαγαν πρωινό, ενώ εκείνη τους γυρόφερνε για να τακτοποιεί παράλληλα την κουζίνα.
«Αγάπη, σήμερα παίζει ν’ αργήσω λίγο. Το αφεντικό μάς θέλει λέει για meeting το μεσημέρι και δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει. Τον ξέρεις τώρα τον Θεοχάρη!» είπε ο Αντώνης μασουλώντας ακόμη το τοστ του. Η Αγάπη κατένευσε.
«Εγώ μπορώ να πάω στου Γιάννη μετά να διαβάσουμε; Θα έρθει να τον πάρει η μαμά του» ρώτησε ο μεγάλος.
«Σίγουρα θα διαβάσετε;» ρώτησε η Αγάπη με το φρύδι σηκωμένο κι ένα πειρακτικό χαμόγελο στα χείλη.
«Ναι, ρε μαμά! Έλα, σε παρακαλώ!!»
«Εντάξει, θα πάρω τη μαμά του να τη ρωτήσω».
Η ώρα 7.30. Πήρε το σακουλάκι με τα αμύγδαλα από τον πάγκο και το έχωσε βιαστικά στην τσάντα του Αντώνη. Παραλίγο θα ξέχναγε το αγαπημένο του σνακ. Μα η Αγάπη δεν δικαιούταν να ξεχάσει. Τους αποχαιρέτησε όλους στην πόρτα, αφού σιγουρεύτηκε ότι φορούσαν τα σωστά μπουφάν, τα σωστά παπούτσια κι είχαν τις τσάντες τους μαζί.
«Γεια, μαμά!» φώναξαν τα παιδιά.
«Γεια σου, αγάπη μου!» είπε κι ο Αντώνης και τη φίλησε στα πεταχτά.
Είχε μάθει να ξεχωρίζει πότε το «αγάπη» του Αντώνη αναφερόταν στο όνομά της και πότε στα αισθήματά του για εκείνη. Όταν έβαζε την κτητική αντωνυμία δίπλα, ο τόνος της φωνής του άλλαζε και γινόταν πιο τρυφερός. Της άρεσε να διακρίνει αυτές τις λεπτομέρειες. Θα έλεγε κανείς ότι οι λεπτομέρειες ήταν η «δουλειά» της. Κάθε τι μέσα στο σπίτι περνούσε από τα χέρια της. Τόσα μικροπράγματα που κρατούσαν το σπίτι καθαρό και τακτοποιημένο και τον άντρα και τα παιδιά της φροντισμένους στην τρίχα και χαρούμενους. Εκείνην όμως;
Από τότε που τα παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν μόνα τους στο σχολείο, η στιγμή που έκλεινε την πόρτα κι έμενε μόνη, ήταν από τις πιο πολύτιμες της ημέρας. Επιτέλους, ησυχία. Πήρε την κούπα με τον καφέ της και βγήκε στο μπαλκόνι. Τον άφησε στο τραπέζι και πριν καθίσει ν’ απολαύσει την πρώτη γουλιά, θυμήθηκε ότι πρέπει να ποτίσει τον βασιλικό. Έκοψε και δυο-τρία ξερά φύλλα από την τριανταφυλλιά και μετά βολεύτηκε στην καρέκλα. Έφερε την κούπα στα χείλη κι ήπιε με λαιμαργία. Η απογοητευμένη γκριμάτσα υπονόησε αυτόματα ότι ο καφές είχε ήδη κρυώσει. Πήρε απρόθυμα το μπουκαλάκι με τις σαπουνόφουσκες από δίπλα κι άρχισε να ξεφυσάει μέσα από την κυκλική του άκρη, γεμίζοντας τον αέρα με ιριδίζουσες σφαίρες. Ήταν ένα κόλπο που είχε δει στο Tiktok και υποτίθεται ότι βοηθούσε όσους είχαν κόψει πρόσφατα το κάπνισμα, σε στιγμές που αποζητούσαν διακαώς ένα τσιγάρο.
Η Αγάπη είχε κόψει το κάπνισμα εδώ κι έξι μήνες. Το είχε ξανασταματήσει στις δυο εγκυμοσύνες της και στον πρώτο χρόνο του κάθε παιδιού. Μόλις όμως μεγάλωσαν λίγο, υπέκυψε και πάλι στην αδυναμία της. Αυτό θεωρούσε πως ήταν το κάπνισμα. Μια αδυναμία, που όμως τη βοηθούσε να ηρεμεί. Το γεγονός ότι ο Αντώνης δεν ήταν καπνιστής την έκανε να νιώθει ακόμα περισσότερες ενοχές. Δεν κάπνιζε ποτέ μπροστά στα παιδιά. Πάντα όταν έλειπαν ή αργά το βράδυ όταν κοιμούνταν, έβγαινε στο μπαλκόνι να ξεχαρμανιάσει. Είχε υποσχεθεί στον Αντώνη ότι θα το κόψει. Μα την τελευταία φορά, το υποσχέθηκε περισσότερο στον εαυτό της. Ήθελε να φανεί δυνατή, χωρίς να είναι κάποιος άλλος η αιτία. Θα το έκοβε επειδή το επιθυμούσε εκείνη. Και το έκανε. Δεν το είχε πια τόσο ανάγκη. Οι φούσκες ήταν απλώς ένα διασκεδαστικό υποκατάστατο για τις δύσκολες ώρες.
Μετά από μερικές γουλιές ακόμη, σήκωσε τα μανίκια και ξαναμπήκε στο σπίτι. Μάζεψε το τραπέζι, έπλυνε τον νεροχύτη, έστρωσε τα κρεβάτια, έβαλε πλυντήριο, μάζεψε τα απλωμένα από το μπαλκόνι, τακτοποίησε λίγο τα δωμάτια των παιδιών, άλλαξε σακούλες σκουπιδιών σε μπάνιο και κουζίνα, έβαλε χαρτί υγείας στις θήκες δίπλα στην τουαλέτα και καινούριο χαρτί κουζίνας στον πάγκο και πριν πιάσει το σίδερο, ξεσκόνισε λίγο το σαλόνι.
Στην κρεβατοκάμαρα, ένα βουνό με ρούχα την περίμενε. Ξεδιάλυνε πρώτα ποια είναι ποιανού κι ύστερα έβγαλε τη σιδερώστρα. Όσο σιδέρωνε, το μυαλό της έτρεχε. Ονειρευόταν βόλτες, εκδρομές, παραλίες, μα το μόνο που είχε ήταν μια θάλασσα δουλειές. Ακόμα και τα Σαββατοκύριακα που έβγαιναν οικογενειακώς, εκείνη έπρεπε να τα προετοιμάσει όλα κι όταν γύριζαν, να τα μαζέψει. Κι ύστερα της έλεγε ο Αντώνης ότι δεν χαλαρώνει κι είναι συνέχεια στην τσίτα. Πώς να αφεθεί; Πώς να ονειρευτεί; Ώρες ώρες αναρωτιόταν ακόμα κι αν μπορούσε πια να το κάνει. Πού ήταν το κορίτσι που θα ταξίδευε σ’ όλον τον κόσμο μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη; Ένιωθε ποια μια άλλη Αγάπη. Είχε χάσει πολλά κομμάτια του εαυτού της στην πορεία και κάποια τα είχε εγκαταλείψει εντελώς. Μα δε βγαίνει έτσι η ζωή.
Τα όνειρά της είχαν γίνει τελικά λεπτομέρειες. Και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Τόσα πολλά και μικρά θέματα απασχολούσαν το μυαλό της, που τον τελευταίο καιρό, μέχρι να πιάσει το ένα ξεχνούσε το άλλο. Στην αρχή, ανησύχησε μήπως έχει θέμα με την μνήμη της. Ο παντογνώστης του διαδικτύου τής άνοιξε τα μάτια. Πολλές σύγχρονες μητέρες υποφέρουν από “διανοητική υπερφόρτωση”. Στην αρχή, ένιωσε μια ανακούφιση που δεν ήταν η μόνη. Μα η πραγματική ανακούφιση θα ερχόταν από τη μείωση του φόρτου.
Τελείωσε το σίδερο. Το συνονθύλευμα αρνητικών και θετικών σκέψεων έσκασε σαν κύμα και της έφερε πονοκέφαλο. Πήρε ένα παυσίπονο και πήγε ξανά στο υπνοδωμάτιο. Έβγαλε τα ρούχα της για να πάει για μπάνιο και κοίταξε τον γυμνό εαυτό της στον καθρέφτη. Ψηλάφισε το πρόσωπό της. Τράβηξε με τα δάχτυλα τις ρυτίδες της να ισιώσουν. Τσίμπησε το λίπος που είχε συσσωρευτεί στην κοιλιά της. Τη ρούφηξε προς τα μέσα και την άφησε πάλι ελεύθερη. Πρέπει να φύγει αυτό, σκέφτηκε απογοητευμένη. Μα μια άλλη σκέψη μπήκε εμβόλιμη. Πρώτα, πρέπει να φύγει αυτό. Οι λεπτομέρειες…
Υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι το βράδυ, όταν όλοι θα έχουν κοιμηθεί, θα βάλει ένα ποτηράκι κρασί να ξεκουραστεί και να οργανωθεί. Θα μιλούσε και με τον Αντώνη για τις αποφάσεις της. Πρώτα απ’ όλα, από Δευτέρα θα ξεκινούσε γυμναστήριο. Και μετά ίσως ξανάπιανε και το θέατρο με την παλιά της θεατρική ομάδα. Έπρεπε επιτέλους να κάνει κάτι και για εκείνη. Μήπως και κάπου εκεί, ανάμεσα στις λεπτομέρειες, θυμηθεί την ουσία της και ξαναβρεί την Αγάπη. Εκείνο το ταξιδιάρικο κορίτσι, που τόσο της είχε λείψει.



