Στην καρδιά του χειμώνανα ονειρεύεσαι μιαν άνοιξη.Να! Η δύναμηγια ν’ αντέξεις την παγωνιά.Δεν είναι υπόσχεσηη άνοιξη.Βέβαιο μέλλον είναι.Μα η ασυνέπεια του χρόνουείναι το ελάττωμά της.
Ποιο είναι αυτότο διακριτικό ηχόχρωμαπου κάνει τη μια στιγμήνα διαφέρει από την άλλη;Αυτή η εφήμερη μοναδικότηταπου χαράσσεται στη μνήμηως το άπιαστο φευγιό|της ευτυχίας.Περαστική κι ανέμεληχαρίζει ένα χάδιαπειροελάχιστομπροστά στην αιωνιότητατων στιγμών. Πώς ακούγεται η ευτυχία;Είναι μελωδική στ’ αλήθεια;Τι γεύση έχει;Γλυκιά, θα μου πεις,μα αμφιβάλλω.Θαρρώ πως έχειτη γεύσητης ανάγκης που καλύπτει.Κι αν η ζωή τηςείναι τόσο μικρήπώς...
Μια λευκή αυγή βάφτηκε στα κοραλλένια.Βγήκε ν’ αγναντέψει πάνω από σώματα που περιπλανιόνται αδιάλειπτα.Μια ποικιλία ζωηρών αποχρώσεων της ανθρώπινης ύπαρξης θα στολίσει και πάλι τη μέρα της.Τυχαίες συναντήσεις, μεγάλες αποφάσεις, στροφές της μοίρας.Θα δει δάκρυα κάθε λογής, χαμόγελα ειλικρινά, ερωτικά και ψεύτικα, θυμό, απογοήτευση, χαρά και γαλήνη.‘Πώς καταφέρνει ο άνθρωπος να κρύβεται κάτω από τόσο...
Ζήσε το καλοκαίρι σου. Απόλαυσε τη θέρμη του αυγουστιάτικου ήλιου σαν το φιλί του κεραυνοβόλου έρωτα. Άφησε τη θάλασσα να σβήσει τα βήματά σου από την άμμο μαζί με τα λάθη σου. Βούτα στ’ αλμυρά τα κύματα χωρίς φόβο μα με πάθος. Αγνάντεψε το ηλιοβασίλεμα και δώσ’του να ταξιδέψει τα όνειρά σου. Στον αέρα του...
Θα ήθελα να ‘χα ένα μαχαίρι κι ένα μαγικό πινέλο. Με το μαχαίρι θ’ αφαιρούσα κάθε ασχήμια και με το πινέλο θα ζωγράφιζα χαμόγελα στις ψυχές των ανθρώπων. Αλλά πάλι…. με ξέρω. Στο τέλος, θα έβαφα και το μαχαίρι να μην μπορεί κανένα κακό να τρυπώσει σε τούτο δω το παραμύθι!
Ένας σωρός από παλιοσίδεραΚομμάτια ασυνάρτητα, ασύνδετα. Τόσο μόνα που καταντούν μοναχικά. Τίποτα από ό, τι ήταν δε θυμίζουν πια… Σκόρπιες αναμνήσεις σκορπισμένες σ’ένα έδαφος ξένο κι αφιλόξενο. Σε ποιον ανήκαν;Ποιανού τη μνήμη στοίχειωσαν σαν καταραμένα φαντάσματα, καταδικασμένα να κείτονται αιώνιαστο νεκροταφείο της λησμονιάς;Τα τελευταία ίχνη τους φεγγίζουν μέσα από ασήμαντα αντικείμενα και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Εναγωνίως θα κραυγάζουν σιωπηλά ώσπου κι αυτά να...
Ένα καλοκαίρι σβήνει στα βήματά σου. Φεύγει σιωπηλά να υποδεχτεί ένα θλιμμένο φθινόπωρο. Όπως η λύπη που διαδέχεται νομοτελειακά τη χαρά. Μα μέσα σου η αποχώρησή του φωνάζει από ευτυχία. Εκείνη που σου άφησε η γεύση της αλμύρας στα χείλη κι η αίσθηση της ελευθερίας στην καρδιά.
Νοσταλγικό απόψε το φεγγάρι. Αναζητά το άλλο του μισό. Εκείνο που αχόρταγα του ‘κρυψε το σκοτάδι κι έμεινε μοναχό σ’ έναν ατέρμονο αγώνα πλήρωσης κι εκπλήρωσης.
Τίποτα δε γίνεται φυλακή χωρίς τη θέλησή μας. Ένα μικρό παράθυρο αρκεί. Για να ονειρευτείς, να ταξιδέψεις, να ερωτευτείς. Ένας μικρός ελευθερωτής του μυαλού να σου επιτρέπει ν’ ατενίζεις τον ορίζοντα της έμπνευσης. Τότε όλα τα ανέφικτα γίνονται εφικτά κι όλα τα μακρινά γεμίζουν την αγκαλιά σου. Νοητά για το σώμα, αληθινά για την ψυχή....
Αν δεν αντέχεις να θυμάσαι τα λάθη σου, μην μπλέξεις με γραφιά. Αν σκοπός σου είναι να σφάλλεις «έτσι, επειδή μπορείς», καλύτερα να φύγεις. Αλλιώς – αν έχεις καρδιά – θα πονέσεις. «Άτιμη φάρα!» θα λες στις παρέες. Αποτυπώνουν, με χειρουργική ακρίβεια, θαρρείς, κάθε λεπτομέρεια της ύπαρξής σου. Μένεις έκπληκτος ν’ απορείς «πού τα σκέφτηκε...