Δυο λίμνες με ίδια βότσαλα

Από μικρός ήταν διαφορετικός. Όταν τα άλλα παιδάκια έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια, ο Αχιλλέας προτιμούσε να βάζει τα αυτοκινητάκια του στη σειρά, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Από το πιο μεγάλο στο πιο μικρό. Τα στοίχιζε με τις ώρες, ώστε να έχουν ίσες αποστάσεις κι ύστερα καθόταν και τα κοιτούσε. Αν κάποιο παιδί ερχόταν και του τα χαλούσε, θύμωνε και γινόταν επιθετικός. Η μητέρα του τον μάλωνε.

 «Εντάξει δε σου έκανε και τίποτα! Ένα αυτοκινητάκι πήρε να παίξει κι αυτό! Τόσα έχεις πια! Μην τα θέλεις όλα δικά σου! Μοναχοφάη!»

Δεν καταλάβαινε πως το σπάσιμο της ακολουθίας που είχε φτιάξει στο μυαλό του ο Αχιλλέας σήμαινε αυτόματα εσωτερική ανισορροπία. Μια μικρή καταστροφή, ένα χάος μέσα στο οποίο δεν μπορούσε να λειτουργήσει.

Μεγαλώνοντας, την ανάγκη του για ασφάλεια μέσα από τη συμμετρία και την οργάνωση τη μετέτρεψε σε χόμπι. Συνέλλεγε σελιδοδείκτες. Οι λίγοι φίλοι που είχε αποκτήσει σέβονταν τη «μανία» του, αλλά πού και πού τον πείραζαν.

«Φίλε αν αποφασίσεις να τους πουλήσεις, παίζει να γεμίσεις με σελιδοδείκτες όλα τα βιβλία του κόσμου!!»

Είχε σελιδοδείκτες σε διάφορα σχήματα και χρώματα, φτιαγμένους από διαφορετικά υλικά. Χαρτί, ξύλο, μέταλλο, πολυμερικό πηλό. Τους χώριζε με σχολαστικότητα σε ντοσιέ ανάλογα την ποιότητα και το θέμα που απεικόνιζαν. Για τον Αχιλλέα, οι συλλογές του ήταν ο τρόπος να αντέχει τον κόσμο γύρω του. Μια μικρή πνοή μέσα στο άγχος και την ανασφάλεια που του προκαλούσαν οι κοινωνικές επαφές και οι ανθρώπινες συμπεριφορές.

Μέσα από την ψυχοθεραπεία που πήρε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μετά την ενηλικίωσή του, διαπίστωσε πως το «πρόβλημα» που οι άλλοι έβλεπαν σ’ αυτόν είχε όνομα και λεγόταν «αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας». Ο εγκέφαλος του λειτουργούσε διαφορετικά και δεν έφταιγε που ήταν αντικοινωνικός. Δεν ήταν επιλογή του, όπως τον κατηγορούσαν κατά καιρούς. Ήταν πάντα πολύ πιο έξυπνος στα μαθήματα από τους συνομήλικους του, αλλά οι κοινωνικές δεξιότητές του κυμαίνονταν στο ναδίρ.

Με τη βοήθεια της ψυχοθεραπεύτριάς του, εξάσκησε την ανθεκτικότητά του στις εισβολές των εξωτερικών ερεθισμάτων που το μυαλό του προσλάμβανε ως απειλή. Φανταζόταν κάθε εισβολή σαν ένα βότσαλο που έπεφτε στη λίμνη του ψυχισμού του. Σταδιακά, άρχισε να οπτικοποιεί το βότσαλο και εφαρμόζοντας τεχνικές χαλάρωσης, κατάφερνε να το αφαιρεί εγκαίρως από το ταραγμένο μυαλό του.

Ο Αχιλλέας ήταν παράδειγμα θεραπευόμενου. Είχε τόση θέληση να προσαρμοστεί, που στις ομαδικές συνεδρίες αναρωτιούνταν αν όντως έχει αυτισμό. Η καλοσυνάτη συμπεριφορά του, ο ευγενικός τόνος στη φωνή του και η συμπόνοια στο βλέμμα του ήταν στοιχεία που είχαν μπερδέψει ακόμα και κάποιους από τους θεραπευτές που συμμετείχαν στην ομάδα.

Εκεί γνώρισε την Αμαλία, μια συνθεραπευόμενη. Ήξερε πως δεν του ήταν εύκολο να συνάψει ερωτική σχέση. Η εμπειρία του αυτό είχε δείξει. Ήταν αρκετά «παράξενος» στην καθημερινή του ζωή με όλες αυτές τις ρουτίνες που χρειαζόταν για να νιώσει καλά και τη δυσκολία του να λεκτικοποιεί τα συναισθήματά του. Η Αμαλία όμως του έδειξε αδυναμία από την αρχή. Χαμογελούσε όποτε εκείνος έπαιρνε τον λόγο, του έλεγε πάντα καλησπέρα και καληνύχτα και επεδίωκε να κάθεται πάντα απέναντί του για να τον βλέπει. Ήταν όμορφη κοπέλα. Ίσως λίγο πιο όμορφη από τις κοπέλες που φανταζόταν ο Αχιλλέας ότι θα τον επέλεγαν για σύντροφο. Κι αυτό φούντωνε περισσότερο τη φυσική συστολή του.

Μια μέρα, η θεραπεύτρια τους χώρισε σε ομάδες των δυο για να συζητήσουν μεταξύ τους ένα θέμα, με σκοπό την βελτίωση των διαλεκτικών τους ικανοτήτων. Πριν καλά καλά το καταλάβει, ο Αχιλλέας βρέθηκε να είναι ζευγάρι με την Αμαλία και το θέμα που έπρεπε να αναλύσουν ήταν ο έρωτας. Δειλά στην αρχή, ξεκίνησαν να λένε πράγματα που είχαν διαβάσει σε βιβλία, προκειμένου να μην εμπλακούν συναισθηματικά. Ο Αχιλλέας, ως συνήθως, είχε στα χέρια του τον αγαπημένο του μεταλλικό σελιδοδείκτη και τον μετέφερε από το ένα χέρι στο άλλο με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις κάθε φορά. Αφού εξάντλησαν τα θεωρητικά, σώπασαν. Το βλέμμα της Αμαλίας έπεσε στον σελιδοδείκτη. Προς έκπληξη του Αχιλλέα, δεν του ζήτησε να τον πάρει˙ του ήταν δύσκολο να τον αποχωρίζεται. Ένιωθε σαν να του έκλεβαν κομμάτι του εαυτού του. Η Αμαλία περιορίστηκε στο να του πει ότι ήταν πολύ όμορφος. Την ευχαρίστησε και τη ρώτησε με τη σειρά του αν είχε κι εκείνη κάποιο αγαπημένο αντικείμενο. Χωρίς να το αντιληφθούν, άρχισαν να μιλούν ο καθένας για τον έρωτα που είχαν για συγκεκριμένα αντικείμενα και να αναλύουν το πώς αυτά τους έκαναν να αισθάνονται ασφαλείς.

Όταν η ψυχοθεραπεύτρια σήμανε τη λήξη των συνομιλιών, το ζευγάρι ένιωθε πως είχε κι άλλα να πει. Τότε ο Αχιλλέας, με την έξαψη του μοιράσματος ακόμα στην καρδιά του, της ζήτησε να βγουν για έναν καφέ μετά τη συνεδρία. Η Αμαλία δέχτηκε με χαρά.

Η σχέση τους κράτησε χρόνια. Καταλάβαιναν ο ένας τις ιδιαιτερότητες του άλλου και είχαν βρει έναν δικό τους κώδικα για να επικοινωνούν τι τους ενοχλούσε ή τους θύμωνε. Με κινητήριο δύναμη την αγάπη τους, έφτιαξαν μια υγιή οικογένεια. Μέσα από τις όμορφες στιγμές και τις προκλήσεις, μέσα από ανέκφραστα συναισθήματα και ανέλπιστες εξομολογήσεις, ο Αχιλλέας και η Αμαλία έμαθαν να βρίσκουν την ισορροπία και την ασφάλεια. Έγιναν ο ένας για τον άλλον μια ήρεμη λίμνη. Ακόμα κι αν καμιά φορά έπεφταν βότσαλα, εκείνο που φρόντιζαν ήταν, ποτέ μα ποτέ, να μην τ’ αφήνουν να φτάνουν στο βυθό τους.

Related Posts