Μια αστεία Θεία Δίκη

Ήταν ένα ανέφελο πρωινό κι ο Γιώργος είχε ξυπνήσει ξεκούραστος, γεγονός που προοιώνιζε μια καλή μέρα. Μόλις άνοιξε το παράθυρο, ο ταχυδρόμος, περνώντας με το μηχανάκι του, τον χαιρέτισε πρόσχαρα. Μα με το που ακούστηκε το «ρα» από το «καλημέρα», το μηχανάκι βρέθηκε να χοροπηδά πάνω σε μια λακκούβα γεμάτη λασπόνερα από τη χτεσινή βροχή. Ο ταχυδρόμος σταμάτησε, έβρισε την τύχη του και κοίταξε το λασπωμένο παντελόνι του. Ο Γιώργος με δυσκολία κράτησε το γέλιο του. «Ευτυχώς δε βράχηκαν τα γράμματα!» του είπε χαμογελώντας.

Κινήθηκε προς την κουζίνα, έχοντας ακόμα τη χαρούμενη διάθεση που του είχε αφήσει το ατύχημα του ταχυδρόμου. Τον καημένο! σκέφτηκε κουνώντας το κεφάλι πάνω κάτω. Ύστερα, με ύφος «σε μένα δε συμβαίνουν ποτέ τέτοια», παρόμοιο, δηλαδή, με αυτό που έχουμε, όταν το «γελοίο» χτυπάει την πόρτα κάποιου άλλου κι όχι τη δική μας, έβαλε να φτιάξει καφέ. Σήμερα, είχε όρεξη για έναν μερακλίδικο ελληνικό.

Ο Γιώργος δεν έπινε ακριβώς καφέ. Ένα «γαλακτομπούρεκο» του παράγγελναν πάντα οι φίλοι του, πριν προλάβει να εξηγήσει στη σερβιτόρα πόσο γλυκό ήθελε τον espresso του. Όταν τον έφτιαχνε μόνος του, έβαζε πρώτα τον καφέ και μετά τον τόνο ζάχαρης που ικανοποιούσε τον ουρανίσκο του. Αφηρημένος, έκανε τα συνηθισμένα του και κάθισε στο σαλόνι να τον απολαύσει, μαζί μ’ ένα κομμάτι πίτσα που είχε ξεμείνει από τις χθεσινοβραδινές γευστικές κραιπάλες.

Ε λοιπόν δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από την πρώτη πρωινή γουλιά καφέ! σκέφτηκε με ηδονή, φέρνοντας το φλυτζάνι στα χείλη του. Το σιντριβάνι που πετάχτηκε από το στόμα του, την αμέσως επόμενη στιγμή, σίγουρα δεν πρόδιδε απόλαυση. Έβρισε τον καφέ και τη φυτεία του, καθώς έφτυνε με μανία και τις τελευταίες σταγόνες, λερώνοντας το ριχτάρι του καναπέ. Μία κουταλιά καφέ και πέντε ζάχαρη είχαν γίνει μία καφέ και πέντε αλάτι! Έτρεξε στην κουζίνα να πιει λίγο νερό και παράτησε την πίτσα πάνω στον πάγκο, αηδιασμένος. Βούτηξε το παγούρι του, το έχωσε με νεύρα μέσα στην τσάντα κι ετοιμάστηκε να φύγει. Με το που φτάνει στην κλειδοθήκη, πλάι στην εξώπορτα, ξεκρέμασε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Του πέφτουν κάτω. Τα πιάνει. Του ξαναπέφτουν, πριν προλάβει να σηκωθεί. Ξανά. Αυτό θα γίνεται τώρα; μονολόγησε και τα γράπωσε με τη χούφτα του.

Βγήκε στο γκαράζ, πάτησε το κλειδί να ξεκλειδώσει το αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Πριν προλάβει να βάλει μπρος, κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο γαργάλησε τη μύτη του. Για να διαπιστώσει αν ήταν η ιδέα του, εισέπνευσε λίγο πιο βαθιά, κουνώντας τη μύτη του δεξιά αριστερά, σαν τον σεφ που προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τα υλικά μιας μυστικής συνταγής. Η μυρωδιά ερχόταν από κάτω. Έσκυψε κι εξέτασε τα παπούτσια του.

«Σκατά!» φώναξε. Κι όντως αυτά είχε φροντίσει μια, χαριτωμένη κατά τ’ άλλα, γατούλα ν’ αφήσει επιμελώς δίπλα στην πόρτα του οδηγού. Την έβλεπε τώρα μπροστά του να περπατά, με αργά νωχελικά βήματα, πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, να του ρίχνει μια ματιά τύπου «Πώς κάνεις έτσι; Δεν μπορεί κανείς να κάνει την ανάγκη του; Τςς…Άνθρωποι!» και να γλείφει τα πατούσια της επιδεικτικά.

Προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του, άνοιξε αμέσως την πόρτα και με το ένα πόδι μέσα στο αυτοκίνητο και το λερωμένο εκτός, βάλθηκε να ψάχνει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου οτιδήποτε μπορούσε να καθαρίσει τις ακαθαρσίες. Για καλή του τύχη, η κοπέλα του είχε αφήσει εκεί ένα πακέτο υγρομάντηλα. Καθάρισε το παπούτσι του, με ξινισμένο ύφος και κινήσεις πατέρα που παλεύει ν’ αλλάξει πάνα στο νεογέννητο μωρό του χωρίς να λερωθεί, ενώ του πέρασε κάμποσες φορές από το μυαλό να πετάξει το παπούτσι και να συνεχίσει ξυπόλητος για τη δουλειά. Αφού χάλασε σχεδόν όλο το πακέτο υγρομάντηλα, η αποστολή επετεύχθη.

Φτάνοντας στο γραφείο, άφησε την τσάντα του στο πάτωμα, κι άνοιξε τον υπολογιστή.

«Επ! Καλώς τονα κι ας άργησε! Τι μούτρα είναι αυτά; Σήμερα έχει γενέθλια ο Μητσάκος! Άντε να ευχηθείς και να πάρεις γλυκάκι να φτιάξει η μέρα σου!» του είπε ένας συνάδελφος.

Σαν να έφτιαξε η διάθεση του λίγο μόλις άκουσε για γλυκό – μιας και το στομάχι του ήταν ακόμη άδειο – έφυγε για το γραφείο του εορτάζοντα. Ευχήθηκε πρόσχαρα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το κουτί με τα γλυκά και διάλεξε έναν λουκουμά πασπαλισμένο με μια γενναιόδωρη δόση άχνης ζάχαρης. Τον έβαλε σε μια χαρτοπετσέτα και γύρισε στο γραφείο του.

Κάθισε στην καρέκλα του γεμάτος χαρά, σαν το παιδί που του έχουν πάρει παγωτό κι ετοιμάστηκε να δαγκώσει λαίμαργα την πρώτη μπουκιά, την ίδια στιγμή που ο συνάδελφος άναβε τον ανεμιστήρα δίπλα του. Ο ανεμιστήρας αμέσως φύσηξε το παχύ στρώμα ζάχαρης κι αυτό μεταφέρθηκε όλο στο πρόσωπο του Γιώργου και στο πληκτρολόγιο ακριβώς από κάτω. Βλέποντάς τον ασπροπρόσωπο, ο συνάδελφος ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Με βλέμμα που πετούσε σπίθες, ο Γιώργος έκλεισε τον ανεμιστήρα.

«Συγγνώμη, ρε φίλε! Κάνει ζέστη!» κατάφερε να ψελλίσει ο συνάδελφος ανάμεσα στα γέλια.

Ο Γιώργος δεν του έδωσε σημασία. Ανέβασε την τσάντα στα πόδια του για να βρει χαρτομάντηλα. Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι κάτι υγρό ακουμπούσε στο παντελόνι του. Με το που άνοιξε την τσάντα, βρήκε το παγούρι μισοκουμπωμένο και την ατζέντα, το πορτοφόλι, τις κάρτες, ακόμα και τα χαρτομάντηλα μούσκεμα. Έψαξε απελπισμένος για τα κλειδιά του αυτοκινήτου, αλλά ευτυχώς τα είχε στην τσέπη. Σηκώθηκε, τίναξε τη ζάχαρη από τη μούρη του, πήρε κι ένα ντοσιέ για να κρύψει το μουσκεμένο παντελόνι που έμοιαζε σαν κατουρημένο κι έφυγε πάλι για την κουζίνα. Σκούπισε ό,τι μπόρεσε με το χαρτί κουζίνας, αλλά το παντελόνι ήταν ακόμα μούσκεμα. Ξαφνικά του ήρθε η φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσει τον στεγνωτήρα χεριών. Κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Δεν έβγαλε το παντελόνι, από φόβο μην μπει κανείς. Αντ’ αυτού, έχωσε τον καβάλο του κάτω από το μηχάνημα, πάτησε το κουμπί κι άρχισε να κουνιέται δεξιά κι αριστερά, όταν άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε μέσα το αφεντικό. Ο Γιώργος μαζεύτηκε βιαστικά και προσπάθησε να το παίξει άνετος. Το αφεντικό τον καλημέρισε σαστισμένα και μπήκε στην τουαλέτα. Ο Γιώργος βρήκε ευκαιρία να φύγει τρέχοντας. Ευτυχώς, είχε προλάβει να στεγνώσει κατά πολύ.

Στον διάδρομο, τον σταμάτησε ο φίλος και συνάδελφός του, ο Μάνος.

 «Τι έγινε, φίλε; Κατσούφη σε βλέπω. Όλα καλά;» τον ρώτησε με ανησυχία.

Ο Γιώργος χαμογέλασε και διαπίστωσε πως ήταν η πρώτη φορά που το έκανε, μετά το περιστατικό με τον ταχυδρόμο. Κούνησε το κεφάλι και σκεφτόμενος πως δεν πρόκειται να ξαναγελάσει με τις ατυχίες των άλλων, απάντησε στον φίλο του.

«Κακά ψυχρά κι ανάποδα! Τι να σου λέω… Μ’ όλα αυτά που μου τύχανε σήμερα, καλύτερα να έτρεχα ξυπόλυτος στα λιβάδια και να πάταγα σκαντζόχοιρο!!!»

Related Posts