Muse of sadness

Έφερε την αχνιστή κούπα μπροστά στο πρόσωπό της κι ένιωσε τη μυρωδιά του καφέ να εισχωρεί στο κεφάλι της. Μια αίσθηση ζεστή και γνώριμη. Ασφάλεια. Έβαλε την κούπα στα χείλη, έκλεισε τα μάτια κι ήπιε την πρώτη γουλιά. Γεύση. Η δεύτερη αίσθηση που ικανοποιούνταν από αυτό το μαγικό ρόφημα. Για κάποιο λόγο, η γεύση ήταν συνυφασμένη στο μυαλό της με την ανάμνηση. Θυμήθηκε εκείνον. Χαμογέλασε, με μια πικρία να μην αφήνει τη χαρά της θύμησής του να φτάσει μέχρι την καρδιά.

Κοίταξε το ρολόι. Είχε λίγο χρόνο ακόμα για να προβάρει το τραγούδι της. Δεν ήταν σίγουρη αν θα το έπαιζε τελικά απόψε. Από το μαγαζί τής είχαν δώσει το οκ, αλλά ήταν μεγάλο το βήμα. Κι αν δεν άρεσε; Κι αν ο κόσμος αδιαφορούσε; Υπήρχαν βέβαια κάποιοι θαμώνες που πήγαιναν για εκείνη. Κυρίως άντρες – δυστυχώς – αλλά και δυο-τρεις παρέες. Χαιρόταν όταν την χειροκροτούσαν στο τέλος ενός τραγουδιού που είχε ερμηνεύσει με την ψυχή της. Αυτό ήταν το καλό των μικρών χώρων. Οι άνθρωποι σ’ ακούν πιο εύκολα, γιατί σε νιώθουν πιο κοντά τους. Κι εκείνη δεν ήταν φτιαγμένη για μεγάλες σκηνές, μέγαρο και ορχήστρες. Αποζητούσε τη σύνδεση με τον κόσμο. Σ’ αυτήν έβρισκε όσα της έλειπαν.

Συνήθως έπαιζε μαζί με τον Φίλιππο. Εκείνη πλήκτρα κι εκείνος κιθάρα. Τα τραγούδια τα μοίραζαν σε αντρικά και γυναικεία κι έκαναν αντίστοιχα δεύτερες ο ένας στον άλλον. Ταίριαξαν από την αρχή μουσικά κι έγιναν το μόνιμο δίδυμο του μαγαζιού. Πολλοί τους περνούσαν για ζευγάρι, αλλά ο Φίλιππος είχε σχέση με τη Δώρα, μια κοπέλα που συμπαθούσε πολύ η Βίβιαν. Γι’ αυτό και φρόντιζε να κρατά τις ισορροπίες, ώστε να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις.

Σήμερα ο Φίλιππος θα έλειπε. Μήπως ήταν ευκαιρία να πει το τραγούδι; Κι αν…Το στομάχι της σφίχτηκε. Τα χέρια της ίδρωσαν. Τα σκούπισε στην πιτζάμα της κι έκατσε στο πιάνο. Μόνο η μουσική μπορούσε να ρυθμίσει τους χτύπους της καρδιάς της. Μια ώρα μετά, ντύθηκε, βγήκε, φόρεσε το κράνος της και καβάλησε το ποδήλατό της. Ο δροσερός φθινοπωρινός αέρας φύσηξε τις αμφιβολίες μακριά και της έφτιαξε τη διάθεση. Θα το έλεγε το τραγούδι.

Στο μαγαζί, ο κόσμος έπινε ακόμα τον καφέ του. Σε λίγο, πολλοί από τους απογευματινούς επισκέπτες θα έφευγαν για να δώσουν τη θέση τους στα «νυχτοπούλια», όπως τους αποκαλούσε η Βίβιαν. Κατευθύνθηκε προς τη γωνιά του μαγαζιού που χρησίμευε ως σκηνή και κάθισε στο σκαμπό της. Τα μάτια της έπεσαν σε κάτι απρόσμενο. Πάνω στα πλήκτρα του αρμονίου, αφημένο προσεκτικά, την περίμενε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Παραξενεύτηκε, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι θα το έβαλαν τα παιδιά του μαγαζιού για ντεκόρ. Το τοποθέτησε πιο πέρα για να μην την ενοχλεί στο παίξιμο και τακτοποίησε τις παρτιτούρες του ρεπερτορίου.

«Νωρίς ήρθες απόψε» άκουσε τη φωνή του Μάριου.

«Σκέφτηκα να ξεχωρίσω τα κομμάτια μου από του Φίλιππου, αφού θα λείπει σήμερα.»

«Ταξιδάκι το αγόρι μας, κατάλαβες; Αχ! Για να δείτε πώς σας έχω εδώ μέσα!»

«Δεν έχουμε παράπονο!»

«Θα το πεις; Το δικό σου; Το αποφάσισες;»

Η Βίβιαν χαμήλωσε το βλέμμα στο αρμόνιο κι έγνεψε καταφατικά.

«Άντε μπράβο και μας έχει φάει η αγωνία! Όλα καλά θα πάνε, θα δεις!» είπε και τη χτύπησε ενθαρρυντικά στον ώμο.

Πάντα υποστηρικτικός ο Μάριος. Όταν είχε έρθει να ζητήσει δουλειά, την είχε τρομάξει το επιβλητικό παρουσιαστικό του˙ ψηλός, εύσωμος, γκριζομάλλης, με αυστηρό βλέμμα. Μα όταν της χαμογέλασε, το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν μικρού παιδιού. Τότε η Βίβιαν κατάλαβε πως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Από τη στιγμή που την προσέλαβε κι εκείνη κέρδισε την εμπιστοσύνη του με το ταλέντο της, άφησε πάνω της το μουσικό πρόγραμμα του μαγαζιού.

«Μάριε;»

«Έλα μου!»

«Το τριαντάφυλλο; Τι φάση;»

«Α, αυτό; Από κρυφό θαυμαστή!» απάντησε κλείνοντας το μάτι.

«Για μένα; Ποιος;»

Ο Μάριος σήκωσε ψηλά τα χέρια χαμογελώντας κι επέστρεψε στο μπαρ, αφήνοντάς τη με την απορία. Δεν πειράζει. Το τριαντάφυλλο θα ήταν το τελευταίο που θα την απασχολούσε απόψε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

Σιγά σιγά, οι βραδινοί θαμώνες γέμισαν το μαγαζί. Για τη Βίβιαν, το μουσικό πρόγραμμα ήταν όπως το μενού ενός εστιατορίου. Στην αρχή, που οι παρέες ακόμα εγκλιματίζονταν, έπαιζε κάτι χαλαρό σαν ορεκτικό. Την ώρα που όλοι είχαν ζεσταθεί, «σέρβιρε» ως κυρίως πιάτο μερικά αγαπημένα ροκ κομμάτια, διασκευασμένα με τον δικό της τρόπο. Μ’ αυτά συνήθως τους τραβούσε την προσοχή. Τα βλέμματα έπεφταν πάνω της με θαυμασμό κι εκείνη ερμήνευε όλο και πιο δυναμικά και παθιασμένα. Αυτό το αλισβερίσι ταλέντου κι αναγνώρισης, που τροφοδοτεί την ικανοποίηση του καλλιτέχνη, έμοιαζε με γιορτή πυροτεχνημάτων. Κάθε επιδοκιμασία κι ένας κρότος πολύχρωμος και φωτεινός που απελευθέρωνε ενδορφίνες στον εγκέφαλό τους και τους γέμιζε με μια αίσθηση ευδαιμονίας.

Σε μια τέτοια στιγμή κορύφωσης, ξεκίνησε δειλά να παίζει το τραγούδι της. Μια ροκ μπαλάντα με απαλό κουπλέ και δυναμικό ρεφρέν. 

I look at what I’ve earned, what I’ve lost
Decisions of an unbroken heart
Trying to escape the mist of youth
What’s really the truth
behind?

Should I walk in the shadows
for the answers I seek?
Where could this light lead?
Who will stay, who will flee?

Remind me to keep the good inside
Remind me to look on the bright side
For there’s a dark place where I’d rather be
And that’s only where my heart feels free

Why should sadness be my muse?
A slender figure haunting my steps
She’s holding the words that come out
she lives in what I can’t live without
in life

If the truth is a milestone
in the journey of existence
Who should I trust
To cleanse of all the rust?

Remind me to keep the good inside
Remind me to look on the bright side
For there’s a dark place where I’d rather be
And that’s only where my heart feels free

Οι νότες γλιστρούσαν από τα δάχτυλά της και σαν αερικά περιφέρονταν μέσα στον χώρο, χάιδευαν τ’ αυτιά των θαμώνων και γλύκαιναν την καρδιά τους. Η φωνή της ακουγόταν για πρώτη φορά όπως πραγματικά ήταν. Χωρίς ψεύτικες χροιές ή τεχνικές. Καθαρή και κρυστάλλινη. Μια τελευταία συλλαβή. Μια τελευταία ανάσα. Τα είχε καταφέρει. Το χειροκρότημα έπεσε βροχή κι ο Μάριος ήρθε και την αγκάλιασε.

«Ένα χειροκρότημα για το αστέρι μας! Τη Βίβιαν! Το τραγούδι που μόλις ακούσατε είναι το πρώτο δικό της τραγούδι σε μουσική, στίχους και ερμηνεία φυσικά! Κι εσείς, οι θαμώνες του Starlight, είστε οι πρώτοι που το ακούτε! Εδώ, σ’ αυτό το μαγαζί που φτιάχτηκε με μεράκι και αγάπη για τη μουσική και την τέχνη, γεννιούνται αστέρια! Δώστε όλη την αγάπη σας στη…Βίβιαν!» είπε υψώνοντας τη φωνή του στο όνομά της κι άρχισε πρώτος να τη χειροκροτά.

Γεννημένος μάνατζερ ο Μάριος, σκέφτηκε χαμογελώντας η Μαρίνα και υποκλίθηκε θερμά στο κοινό. Τα «νυχτοπούλια» της! Παρέες εύθυμες που απολάμβαναν τη μουσική, ζευγάρια που τραγουδούσαν αγκαλιασμένα, χωρισμένοι που είχαν έρθει να πνίξουν τον πόνο τους στα τραγούδια που τους έλεγε. Όλοι είχαν υποταχθεί στις νότες της και την περίμεναν να συνεχίσει. Σηκώθηκε από το σκαμπό κι άρχισε να λικνίζεται στον ρυθμό παίζοντας και τραγουδώντας. Η μουσική είχε διώξει τη συστολή της καλύτερα κι από αλκοόλ.

Στο κλείσιμο, ο κόσμος ερχόταν να τη συγχαρεί και να της σφίξει το χέρι. Κάποιοι τη ρώτησαν κιόλας πού μπορούσαν να βρουν το τραγούδι της. Η Βίβιαν καλοδεχόταν τον καλό τους λόγο και τους αγκάλιαζε εγκάρδια με το χαμόγελό της. Μέχρι και τα παιδιά του μαγαζιού, της έκαναν συγχαρητήρια νεύματα εκείνο το βράδυ. Τελευταίος, ο Θανάσης, στην πόρτα, τη χαιρέτησε μ’ ένα λιτό, αλλά ουσιαστικό «μπράβο». Εκτελώντας και χρέη σωματοφύλακα για το προσωπικό του μαγαζιού, τη συνόδεψε μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Η Βίβιαν τον ευχαρίστησε όπως κάθε βράδυ κι ανέβηκε στο ποδήλατο.

«Μισό λεπτό» τη σταμάτησε ο Θανάσης. «Αυτό είναι για σένα.»

Η Βίβιαν κοίταξε τον λευκό φάκελο στο χέρι του.

«Τι είναι αυτό;»

Ο Θανάσης ανασήκωσε τους ώμους του και γύρισε να φύγει. Η Βίβιαν στάθηκε για ένα λεπτό κι ύστερα έβαλε τον φάκελο στην τσάντα της. Δεν ήθελε τίποτα να της χαλάσει την αίσθηση αυτής τη βραδιάς. Φόρεσε το κράνος της και ξεκίνησε για το σπίτι. Μια ψιλή βροχούλα έπιασε να στολίζει τον νυχτερινό ουρανό και να τη χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο, καθώς προχωρούσε. Μια ψιλή βροχούλα ευτυχίας.

Το επόμενο πρωί τη βρήκε να χουζουρεύει στο κρεβάτι μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Τεντώθηκε νωχελικά κι άπλωσε το χέρι στο κομοδίνο για να πάρει το κινητό της. Μα αυτό που έπιασε είχε χάρτινη υφή. Ο χτεσινός φάκελος την περίμενε ακόμα ανέγγιχτος. Ανακάθισε και τον πήρε στα χέρια της. Ως καλλιτέχνης, απολάμβανε τους πρωτόγνωρους δρόμους της έμπνευσης και τη μαγεία που ανακάλυπτε βαδίζοντάς τους. Ως άνθρωπος, σιχαινόταν το άγνωστο.

Αυτός ήταν κι ο λόγος που έχασε εκείνον. Ήταν πολύ δειλή για να τον ακολουθήσει ή αν μη τι άλλο γι’ αυτό είχε κατηγορήσει τον εαυτό της. Ο Άλεξ δεν την πίεσε. Απλά έφυγε. Κι η απουσία του της στοίχιζε κάθε μέρα εδώ και έναν χρόνο. Δεν είχε όρεξη να κάνει άλλη σχέση. Είχαν περάσει μαζί πέντε ολόκληρα χρόνια. Ήταν ο έρωτας της ζωής της και ο καλύτερος της φίλος. Τον πρώτο τον έδιωξε. Τον δεύτερο δεν άντεχε να τον χάσει. Στην αρχή, είχαν κρατήσει καθημερινή επαφή. Έπειτα, μια φορά τη βδομάδα μιλούσαν με βιντεοκλήση. Της έλεγε τα νέα του για τη σχολή, για τους καθηγητές, για τα μαθήματα.

Όταν είχε έρθει ο φάκελος με την επιστολή από το Royal Academy of Music του Λονδίνου, της είχε δώσει να τον ανοίξει εκείνη, για ν’ αποφύγει την απογοήτευση μιας αρνητικής απάντησης. Αν δεν τον είχαν δεχτεί, προτιμούσε να το μάθει από ένα οικείο πρόσωπο. Θα ήταν πιο παρήγορο. Τα δάχτυλά της τον άνοιξαν αργά. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Έβγαλε από μέσα το πολυπόθητο χαρτί, το ξεδίπλωσε και έσυρε τα μάτια της πάνω στις γραμμές του. Ο Άλεξ ανέλυε με αγωνία κάθε σύσπαση του προσώπου της. Προσπαθούσε από την έκφρασή της να μαντέψει το μέλλον του. Τότε ήρθε το χαμόγελο του θριάμβου. Του διάβασε δυνατά το σημείο που έλεγε πως είχε γίνει αποδεκτός με υποτροφία και πήδηξε στην αγκαλιά του. Φιλιά και συγχαρητήρια διαδέχονταν τα μεν τα δε κι εκείνοι στριφογύριζαν ευτυχισμένοι. Ένα όνειρο ζωής είχε εκπληρωθεί. Ένα όνειρο που θα μετατρεπόταν στον χειρότερό τους εφιάλτη.

«Μην πάρεις πολλές βαλίτσες για αρχή. Θα επιστρέψουμε για τα βαριά σε μια βδομάδα» της ανακοίνωσε ενθουσιασμένος.

«Τι εννοείς “θα επιστρέψουμε”;»

«Βρήκα σπίτι! Δεν είναι μεγάλο, αλλά είναι κοντά στη σχολή και θα μας χωράει άνετα.»

«Μας;» Η Βίβιαν κάθισε στο κρεβάτι με το κεφάλι σκυμμένο.

«Βίβιαν;» Γονάτισε μπροστά της και σήκωσε το πρόσωπό της με το χέρι του. «Τι συμβαίνει;»

Την κοιτούσε στα μάτια με γνήσια απορία. Δεν περνούσε καν από το μυαλό του ότι μπορεί να μην ήθελε να τον ακολουθήσει. Ανήκαν μαζί. Η συνειδητοποίηση πως βιάστηκε και δε συζήτησε ποτέ μαζί της για το πώς θα της φαινόταν ν’ αφήσει τη ζωή της εδώ για να φύγει μαζί του στο Λονδίνο, χωρίς σκοπό και προορισμό, τον χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία. Δεν την είχε υπολογίσει. Ή μάλλον την είχε υπολογίσει στη ζωή του, αλλά όχι στη δική της. Τα λόγια της επιβεβαίωσαν το φόβο του.

«Δεν είχαμε πει ποτέ ότι θα έρθω μαζί. Δεν…δεν ξέρω αν θέλω. Δεν το έχω σκεφτεί. Χαίρομαι για σένα. Αλήθεια! Και θέλω όσο τίποτα να είμαστε μαζί και το ξέρεις. Σ’ αγαπάω. Αλλά… χρειάζομαι χρόνο.»

Έκατσε δίπλα της, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο.

«Καταλαβαίνω. Έγιναν όλα πολύ βιαστικά. Να σου πω, κι εγώ δεν περίμενα να με πάρουν. Μ’ έπιασε απροετοίμαστο η θετική απάντηση.» Χαμογέλασε λοξά σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει τη στιγμή. «Μπορείς να έχεις όσο χρόνο θέλεις. Να έρθεις όσες φορές θέλεις και να επιστρέφεις εδώ, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλά.»

Η Βίβιαν κρατούσε ακόμα τον χθεσινό λευκό φάκελο στα χέρια. Δίσταζε να τον ανοίξει. Οι αναμνήσεις πετάχτηκαν τόσο ξαφνικά. Είχε να του μιλήσει τρεις μήνες. Δεν της ήταν οικονομικά εύκολο να πηγαινοέρχεται με το αεροπλάνο. Παρέδιδε μόνο μερικά μαθήματα στο ωδείο και τα βράδια έπαιζε στο μαγαζί. Ο Άλεξ τής πρότεινε να κάνει κι εκείνη αίτηση για υποτροφία. Ακόμα κι αν δεν ήταν στην ίδια σχολή, το Λονδίνο έβριθε από μουσικά κολλέγια. Μα η Βίβιαν δεν το τολμούσε. Εδώ δεν τολμούσε να παίξει το τραγούδι της σ’ ένα μαγαζί χωρητικότητας 50 ατόμων. Την τρόμαζαν οι αλλαγές.

Σταδιακά απομακρύνθηκε από εκείνον. Άρχισε να μην απαντά στα τηλέφωνα, να προσποιείται πως έχει πολλή δουλειά για να τον αποφεύγει. Η επαφή τους την πονούσε. Της θύμιζε ότι είναι δειλή. Ότι δεν κάνει τίποτα για να κερδίσει τη ζωή της, σαν τον πατέρα της που ποτέ δεν άδραξε την ευκαιρία να κάνει τη δική του επιχείρηση κι έμεινε αλυσοδεμένος στην ασφάλεια της υπαλληλικής του θέσης. «Τα σίγουρα είναι υγεία» της έλεγε. «Τα μεγάλα όνειρα είναι για γερά στομάχια. Φέρνουν αρρώστιες και πονοκέφαλο.» Κι η Βίβιαν μεγάλωσε κι έγινε ολιγαρκής, θεωρώντας πως τα όνειρα είναι μια σειρήνα που σε βγάζει από τον δρόμο σου. Μα μέσα της το ανεκπλήρωτο είχε γίνει σαράκι που την έτρωγε αργά και βασανιστικά.

Δεν είπε ποτέ στον Άλεξ να χωρίσουν. Ούτε εκείνος της το ζήτησε. Το έκανε η ζωή ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν μέχρι πριν ν’ ανοίξει τον φάκελο. Τον έσκισε στο πλάι κι έβγαλε το διπλωμένο χαρτί. Ήταν από εκείνον. Μα γιατί δεν της έστειλε μήνυμα; Γύρισε και κοίταξε τον φάκελο. Ούτε γραμματόσημα, ούτε τίποτα. Μα πώς; Ξεκίνησε να διαβάζει, ενώ στο στομάχι της χόρευαν πεταλούδες.

«…Το τραγούδι σου ήταν υπέροχο. Ανήκεις στη σκηνή. Εσύ και τα πλήκτρα σου. Μόνο που η σκηνή δε χρειάζεται να είναι στην Αθήνα. Ο πατέρας ενός φίλου μου από τη σχολή έχει μια μπυραρία με ζωντανή μουσική και ψάχνει καλλιτέχνες που θα ήθελαν να ακουστούν live. Είναι μόνιμη δουλειά και με καλά λεφτά. Το σπίτι έχει πάντα διπλό κρεβάτι κι η θέση δίπλα μου ανήκει πάντα σε σένα. Αν θέλεις να το συζητήσουμε, άνοιξέ μου. Είμαι στο παρκάκι απέναντι…»

Πετάχτηκε πάνω και πήγε στο παράθυρο. Τον είδε να κάθεται σ’ ένα παγκάκι απέναντι. Έβγαλε όλο το βράδυ στο πάρκο; Είναι τρελός! Έτρεξε να ντυθεί, μα σκόνταψε στην καρέκλα, προσπαθώντας να βάλει όρθια το παντελόνι της κι έβρισε ασυναίσθητα από τον πόνο. Πήγε στον καθρέφτη, έστρωσε όπως όπως τα μαλλιά της και κατέβηκε τα σκαλιά δυο δυο ως την είσοδο. Άνοιξε την πόρτα και τον έψαξε με τα μάτια. Κοιτούσε προς το μέρος της. Του έγνεψε. Εκείνος έβαλε το κινητό στην τσέπη και πέρασε βιαστικά τον δρόμο.

«Hello my muse of sadness!»

Χαμογέλασαν. Έμειναν για ένα λεπτό ακίνητοι ο ένας μπροστά στον άλλον, με μια παράξενη αμηχανία να τους χωρίζει. Δεν είχαν χωρίσει ποτέ, μα ούτε και μαζί ήταν. Η Βίβιαν ήξερε πως εκείνη έπρεπε να κάνει την πρώτη κίνηση. Εκείνη είχε απομακρυνθεί. Ο Άλεξ την παρατηρούσε προσεκτικά, όπως εκείνη τη μέρα με τον φάκελο από τη σχολή, ευελπιστώντας σε μια θετική απάντηση. Κάθε μικρή σύσπαση μπορούσε να του δείξει αν ήταν ακόμη δική του, αν ήθελε ακόμα να είναι μαζί. Η Βίβιαν μετά βίας κρατιόταν να μην πέσει στην αγκαλιά του. Οι τύψεις, η δειλία, ο φόβος την κρατούσαν δέσμια. Της υπενθύμιζαν ποια ήταν. Ποια είχε μάθει να είναι. Άραγε να μπορούσε ν’ αλλάξει; Να πετάξει για τα μεγάλα όνειρα; Χτες το βράδυ, το έκανε. Χτες το βράδυ…

«Ήσουν εκεί χτες; Δε σε είδα! Πότε ήρθες;»

«Χτες το πρωί. Τηλεφώνησα στον Μάριο να μάθω το πρόγραμμά σου και μου είπε για την πιθανότητα να πεις το τραγούδι σου. Δε θα το έχανα για τίποτα στον κόσμο.»

«Και γιατί δε μου μίλησες;»

«Ήταν η βραδιά σου. Δεν ήθελα να σου το χαλάσω. Έλαμπες ολόκληρη. Είμαι πραγματικά υπερήφανος για σένα!»

Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι χαμογελώντας. Ύστερα το πρόσωπό της συννέφιασε.

«Μα πού κοιμήθηκες;»

«Δεν κοιμήθηκα. Σε περίμενα…»

«Μου έλειψες…» Οι λέξεις ξεγλίστρησαν ασυναίσθητα απ’ το στόμα της. Τα μάτια της φαίνονταν πιο όμορφα, πιο φωτεινά. Όπως χτες. Ήταν η αγάπη που τα φώτιζε. Για την τέχνη της και για εκείνον. Της είχε λείψει πολύ περισσότερο απ’ όσο είχε πείσει τον εαυτό της. Ένιωσε ένα κενό μέσα της να γεμίζει τόσο απότομα που της έφερε δάκρυα. Τον αγκάλιασε σφιχτά κι έκλαψε.

«Συγγνώμη.»

«Δεν πειράζει. Χρειαζόσουν χρόνο. Τώρα είμαι εδώ.»

Ανέβηκαν πάνω αγκαλιασμένοι. Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και γέμισαν ο ένας τον άλλον με φιλιά που έσβηναν τον πόνο της απουσίας. Η Βίβιαν σταμάτησε ξαφνικά.

«Περίμενε!»

Έτρεξε στην ντουλάπα κι έβγαλε τη βαλίτσα της.

«Θα πρέπει να σκεφτώ τι θα πάρω. Τα βασικά γι’ αρχή και για τα βαριά ίσως χρειαστεί να ξανάρθω. Το πιάνο; Μπορούμε να το μεταφέρουμε; Και τις παρτιτούρες. Μην ξεχάσω τα ντοσιέ μου…»

Μιλούσε ακατάπαυστα και μετέφερε πράγματα πέρα δώθε. Ο Άλεξ την παρακολουθούσε και γελούσε. Είχε πάρει την απάντηση που ήθελε. Η Βίβιαν θα τολμούσε τη φυγή που από μικρή σχεδίαζε στο μυαλό της. Θ’ άφηνε τα σίγουρα και θ’ ακολουθούσε τα όνειρά της στο πλάι του. Εκείνα τα όνειρα που τη σιγονανούριζαν τις νύχτες με μεθυστικές μελωδίες γεμάτες ζωή κι υποσχέσεις. Το είχε ανάγκη αυτό το ταξίδι.

Related Posts