Κάποτε, κοντά στον Άγιο Βασίλη, ζούσε ένα μικρό ξωτικό. Έμοιαζε τόσο διαφορετικό από τα άλλα. Ήταν ψηλό και δεν είχε τα κλασικά ξωτικίσια μυτερά αυτιά. Δεν του άρεσαν οι σκανταλιές ούτε τα ζαχαρωτά ή τα γλειφιτζούρια. Ήταν πολύ ήσυχο και ντροπαλό. Τους βοηθούσε όλους, χωρίς καν να του το ζητήσουν κι έλυνε όποιο πρόβλημα χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Διακριτικά, παρατηρούσε τα πάντα, ενώ εκείνο περνούσε απαρατήρητο.
Τα υπόλοιπα ξωτικά το σέβονταν και το άφηναν στην ησυχία του. Ο “Αόρατος”, όπως τον αποκαλούσαν, μόλις τέλειωνε τη δουλειά στο εργαστήρι του Αγίου Βασίλη, γυρνούσε μόνος στην καλύβα του. Για ν’ αποφορτιστεί από τη φασαρία και τις φωνακλάδικες συζητήσεις των συναδέλφων του, έβαζε μια κούπα ζεστό τσάι, καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, κοιτούσε τη φωτιά κι ονειροπολούσε. Φανταζόταν ταξίδια σε άλλες χώρες, εκδρομές, ορειβασίες. Στην καρδιά του, κρυβόταν ένας μικρός ταξιδιώτης που ήθελε να γυρίσει όλον τον κόσμο. Μα το μόνο που έκανε τόσα χρόνια για να τιμήσει το κρυφό του όνειρο, ήταν να στολίζει το έλατό του με μινιατούρες από διάσημα αξιοθέατα, που κατασκεύαζε κρυφά στο εργαστήρι.
Ο Άγιος Βασίλης τον αγαπούσε τον Αόρατο, όπως όλα τα ξωτικά. Ήταν καλός μάστορας, ευγενικός κι εργατικός. Χωρίς εκείνον το εργαστήρι, δε θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ήταν το αόρατο νήμα που τους κρατούσε όλους δεμένους. Στενοχωριόταν όμως που τον έβλεπε συνεχώς μελαγχολικό. Κατανοούσε την ανάγκη του για μοναχικότητα κι ήξερε ότι τα απλά δώρα που έκανε συνήθως στα ξωτικά του για να τους μοιράσει χαρά, δεν έφταναν να ικανοποιήσουν το ανήσυχο πνεύμα του Αόρατου. Έπρεπε να βρει κάτι πιο πρωτότυπο, κάτι… πραγματικά μαγικό για να ευχαριστήσει τον μικρό του ξεχωριστό βοηθό.
Το βράδυ των Χριστουγέννων, λίγο πριν ο Αόρατος φύγει από το εργαστήρι, ο Άγιος Βασίλης τον σταμάτησε και του έδωσε ένα μικρό κουτί.
«Καλά Χριστούγεννα, Αόρατε! Εκτιμώ όλα όσα κάνεις για το εργαστήρι και τα άλλα ξωτικά, μα είναι πια καιρός να βοηθήσεις και τον εαυτό σου μια φορά!»
Ο Αόρατος τον κοίταξε παραξενεμένος. Ήξερε πως ο αγαπημένος του Άγιος ό,τι έλεγε, δεν το έλεγε τυχαία. Για πρώτη φορά, έφυγε για το σπίτι σχεδόν τρέχοντας και ανυπομονώντας να μείνει μόνος με το δώρο του. Έκατσε στην πολυθρόνα του και ακούμπησε το κουτί στο τραπεζάκι με προσοχή. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Τι μπορούσε να είναι; Να ήξερε ο Άγιος για το κρυφό του όνειρο και να του χάρισε ένα εισιτήριο αεροπλάνου για κάποια μακρινή χώρα; Μπα! Παραήταν ονειροπόλος! Με μια γρήγορη κίνηση, έσκισε το περιτύλιγμα και άνοιξε το κουτί. Μέσα, υπήρχε μόνο ένα γκι. Ο Αόρατος παραξενεύτηκε. Ύστερα όμως θυμήθηκε τα λόγια του Άγιου Βασίλη. Άνοιξε την κάρτα που βρισκόταν στον πάτο του κουτιού και διάβασε, πιστεύοντας πως εκεί θα έβρισκε την εξήγηση που αναζητούσε.
Κάτω από το βλέμμα του γκι, άνοιξε την πόρτα και ταξίδεψε όπου λαχταρά η ψυχή σου!
Καλά Χριστούγεννα!
Άγιος Βασίλης
Ο Αόρατος έξυσε το κεφάλι του. Τι εννοούσε το μήνυμα; Στο κεφάλι του σηκώθηκε ένας ανεμοστρόβιλος σκέψεων. Έστυψε το μυαλό του, αλλά δεν μπορούσε να λύσει τον γρίφο. Ξαφνικά, του ήρθε μια φαεινή ιδέα. Κάτω από το βλέμμα του γκι… έλεγε η κάρτα. Λες; Έτρεξε στην εξώπορτα και κρέμασε το γκι. Έπιασε το χερούλι σφιχτά, έκλεισε τα μάτια και στάθηκε πίσω της. Την άνοιξε αργά, έγειρε το κεφάλι του και κοίταξε έξω. Μπροστά του, μέσα σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, βρισκόταν ο Πύργος του Άιφελ! Μα πώς ήταν δυνατόν; Εντελώς μηχανικά, έκλεισε την πόρτα. Έπρεπε να βεβαιωθεί πως δεν ήταν της φαντασίας του. Την ξανάνοιξε. Ένα αεράκι φύσηξε προς τα μέσα και τα ρούχα του γέμισαν σκόνη. Μα… αυτό δεν ήταν σκόνη! Τίναξε τα μανίκια του. Μα τι στο… Άμμος! Ήταν άμμος ερήμου και απέναντί του έβλεπε ολοκάθαρα τις πυραμίδες της Αιγύπτου! Ήταν απίστευτο! Ο Αόρατος έκλεισε την πόρτα άλλη μια φορά και κοίταξε το γκι. Θυμήθηκε ξανά την κάρτα …ταξίδεψε όπου λαχταρά η ψυχή σου. Πριν ανοίξει για τρίτη φορά, ευχήθηκε να δει το Σινικό Τείχος. Με την καρδιά του γεμάτη ενθουσιασμό, γύρισε ξανά το πόμολο και το αγαπημένο του αξιοθέατο ήταν όντως εκεί! Αρκούσε μόνο ν’ απλώσει το πόδι του για να βρεθεί να περπατά πάνω του. Ο Αόρατος έκανε ένα βήμα, αργά μα αποφασιστικά. Ήταν το μεγαλύτερο βήμα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή του!
Την επόμενη μέρα πήγε στον Άγιο Βασίλη με μάτια γεμάτα λάμψη. Τα λευκά μουστάκια του Αγίου χαμογέλασαν καλοσυνάτα.
«Σ’ ευχαριστώ» του είπε ντροπαλά το ξωτικό.
«Αγαπημένε μου Αόρατε, το πνεύμα που τρέφεται μόνο με όνειρα, δεν τα μοιράζεται, από φόβο μην τα χάσει. Κράτα το μικρό σου πολύτιμο γκι και χάρισε στην καρδιά σου εμπειρίες. Γέμισέ τη με εικόνες και αρώματα και θα είσαι πάντα ευπρόσδεκτος να τα μοιραστείς μαζί μας».
Συγκινημένος που επιτέλους κάποιος τον καταλάβαινε, ο Αόρατος επέστρεψε στο εργαστήρι. Τα υπόλοιπα ξωτικά ήταν απορροφημένα από τη δουλειά. Στο διάλειμμα, περνούσαν όλοι στην τραπεζαρία κι είτε έτρωγαν κάποιο σνακ είτε έπιναν ένα ρόφημα, ενώ μιλούσαν μεταξύ τους περί ανέμων και υδάτων. Ο Αόρατος στάθηκε μπροστά σε μια καρέκλα. Έσφιξε τις γροθιές του κι ανέβηκε πάνω της.
«Αγαπημένοι μου φίλοι, χθες έκανα ένα ταξίδι και… ήταν πολύ ωραία και… ήθελα να σας πω γι’ αυτό».
Όλοι τον κοίταξαν με απορία. Ο Αόρατος είχε γίνει ορατός! Και μάλιστα με τη θέλησή του! Μοιραζόταν, χαμογελούσε, απαντούσε σε ερωτήσεις. Όσο μιλούσε, τόσο διαπίστωνε μέσα στην καρδιά του, πως η χαρά των ονείρων που πραγματοποιούνται είναι μια μαγεία που αξίζει να μοιραστείς με όσους αγαπάς.




