Είχε αργήσει. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που τους έστηνε, αλλά δεν άντεχε πάλι τη γκρίνια τους. Είχε αποκτήσει τη φήμη του ‘αναίσθητου’ στην παρέα και δεν έχαναν ευκαιρία να του το υπενθυμίζουν. «Ο Πέτρος το έχει φιλοσοφήσει καλά. Δε νοιάζεται για τίποτα κι έχει το κεφαλάκι του ήσυχο» είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου τις προάλλες ο Μάρκος. Δε βαριέσαι. Τόσο καταλάβαιναν.
Περνούσε μπροστά από το κολυμβητήριο του δήμου, όταν άκουσε ένα παιδικό κλάμα. Φευγαλέα, είδε έναν πατέρα να κάθεται στη στάση του λεωφορείου και μπροστά του, ένας μπόμπιρας – ήταν δεν ήταν 5 χρονών – έτριβε τα μάτια του κλαίγοντας. Δεν του φάνηκε παράξενο. Είχε συνηθίσει να βλέπει παιδιά να κλαίνε εκεί γύρω. Κι όμως κάτι σφίχτηκε μέσα του. Ύστερα ήρθε η κουβέντα.
«Κλαις. Γιατί κλαις; Σε βλέπουν όλα τα παιδάκια και γελάνε!» είπε μισοθυμωμένα ο πατέρας πιάνοντας τον πιτσιρικά από τον καρπό. Μέσα στ’ αναφιλητά του, ο μικρός άρχισε να συλλαβίζει τη λέξη ‘μαμά’. Ύστερα ήρθε η δεύτερη κουβέντα.
«Τι τη θες τη μαμά; Μαμάκιας είσαι;»
Κι ύστερα…
«Ολόκληρος άντρας δεν ντρέπεσαι να κλαις;»
Στην τελευταία πρόταση, ο Πέτρος τους είχε προσπεράσει πια. Ένα σαρκαστικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Και μετά λένε πως τα αγόρια δεν ωριμάζουν ποτέ. Ορίστε! Από τα 5 του κι είναι ολόκληρος άντρας! σκέφτηκε. Έστριψε τη γωνία και κατευθύνθηκε προς την καφετέρια.
«Βρε καλώς τον!» αναφώνησε πειρακτικά ο Μηνάς.
«Τον βρήκες τον δρόμο λεβέντη’μ;» είπε με βλάχικη προφορά ο Ανδρέας που του άρεσαν οι μιμήσεις και ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος.
Ο Μάρκος δε μίλησε. Ως Σπαρτιάτης, μετρούσε τα λόγια του κι όσα έλεγε έβρισκαν πάντα στόχο. Ο Πέτρος κάθισε δίπλα στον Μηνά.
«Ο Λευτέρης πού είναι;» ρώτησε.
«Τον έπιασαν πάλι τα καταθλιπτικά του. Δεν έχω όρεξη, λέει, να βγω, θα κάτσω σπίτι. Τα κλασσικά δηλαδή. Κάθεται και κλαψομουνιάζει.» απάντησε ο Μηνάς.
«Από τότε που χώρισε με τη Μάρθα έχει γίνει σαν τη Μεγάλη Παρασκευή. Κι εμείς αγαπήσαμε ρε φίλε, αλλά δεν κάναμε έτσι!» σχολίασε εύθυμα ο Ανδρέας.
«Του μίλησε κανείς σας; Μάθαμε τι έγινε;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Γιατί μιλάει και σε κανέναν; Έτσι όπως τα κρατάει θα κάνει καμιά μέρα μπαμ και θα τρέχουμε να τον μαζέψουμε.» Ο Μάρκος ακουγόταν τσαντισμένος, αλλά ο Πέτρος ήξερε πως αυτός ήταν ο τρόπος του όταν δε συμφωνούσε με τις πράξεις των φίλων του.
Ο Πέτρος θυμήθηκε τον πιτσιρικά στο κολυμβητήριο. Κοίταξε μια γύρα τους φίλους του. Ο καθένας τους θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. Όλοι είχαν ακούσει παρόμοιες κουβέντες από τους γονείς τους. Σιγά και τι πάθαμε; σκέφτηκε μηχανικά. Αμέσως δαγκώθηκε και αναλογίστηκε τη ζωή του καθενός τους. Ο Μηνάς ήταν ο ορισμός του καλού παιδιού. Συντρέχτης και ψυχοπονιάρης, γινόταν χαλί να τον πατήσει ο οποιοσδήποτε. Ο Ανδρέας; Ο Πέτρος διαπίστωσε έκθαμβος ότι δεν τον είχε δει ποτέ στενοχωρημένο. Πάντα έβαζε το χιούμορ για ασπίδα και ποτέ δεν καταλάβαινες τι τρέχει στ’ αλήθεια μέσα στο μυαλό του. Ο Μάρκος ήταν η κλασική περίπτωση άντρα που τα λέει σταράτα. Παλιομοδίτης ακόμα και στις σχέσεις του, ήθελε να έχει πάντα το πάνω χέρι. Εκείνος μόνο ήξερε, εκείνος είχε πάντα δίκιο. Όπως σ’ εκείνο το περιστατικό με τη Μαρία. Δυο βδομάδες είχε τη μελανιά στο χέρι της και προσπαθούσε να τους πείσει ότι έπεσε από τις σκάλες. Ένα μήνα μετά χώρισαν και δεν την ξαναείδε κανείς τους. «Δεν ήταν αυτή γυναίκα για σπίτι» διατεινόταν ο Μάρκος. «Καλύτερα που χωρίσαμε.»
Τότε συνειδητοποίησε κάτι που του φάνηκε τρομακτικό. Δεν είχε δει ποτέ κανέναν από τους φίλους του να κλαίει κι ας ήταν μαζί από το γυμνάσιο. Ούτε ο ίδιος είχε αφήσει ποτέ κανέναν να τον δει να δακρύζει. Πάντα το έκανε μόνος του, στα κρυφά, σαν να ήταν κάποια παράνομη πράξη για την οποία θα τον τιμωρούσαν. Σε βλέπουν τα άλλα παιδιά και γελάνε αντήχησε στ’ αυτιά του. Άραγε θα τον κορόιδευαν αν έκλαιγε μπροστά τους; Μαμάκιας είσαι; Δεν ντρέπεσαι να κλαις; Οι λέξεις περνούσαν σαν σφαίρες από το μυαλό του και χτυπούσαν κατευθείαν στην καρδιά. Ούτε κάποια από τις κοπέλες του τον είχε δει να κλαίει. Ούτε καν η Μυρτώ που συζούσαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Είχε πολλές αναμνήσεις από εκείνη να κλαίει με λυγμούς στην αγκαλιά του, αλλά δική του καμία. Τι διάολο συμβαίνει; απόρησε. Χαλασμένοι είμαστε; αναρωτήθηκε με πικρία. Έφερε ξανά στο μυαλό του τον πιτσιρικά που έκλαιγε με παράπονο. Ήταν απλά ένα παιδί που ήθελε τη μαμά του. Ό,τι και να είχε κάνει, ήταν απλά ένα μικρό ανυπεράσπιστο παιδί, γαμώτο. Γιατί να του φερθούν έτσι; Χωρίς να το καταλάβει, ο Πέτρος βούρκωσε. Οι υπόλοιποι είχαν στήσει πηγαδάκι για τον Λευτέρη τον ‘κλαψιάρη’ και τα καμώματά του.
«Πάψτε!» φώναξε. Τον κοίταξαν και σώπασαν κι οι τρεις.
«Τι έπαθες ρε;» τόλμησε να ρωτήσει ο Ανδρέας.
Ο Πέτρος τους διηγήθηκε το περιστατικό με τον μπόμπιρα. Ο Μηνάς κι ο Ανδρέας έσκυψαν το κεφάλι. Ο Μάρκος γέλασε δυνατά.
«Καλά του είπε ρε ο πατέρας του! Να μάθει από μικρός ότι οι άντρες δεν κλαίνε. Τι; Να γίνει σαν τον Λευτέρη δηλαδή; Γεμίσαμε από δαύτους και στο τέλος δε θα μείνει άντρας να αντιπροσωπεύει το φύλο μας» απάντησε ευθαρσώς.
Ο Μηνάς έμοιαζε θιγμένος. «Σοβαρά τώρα;»
Ο Μάρκος τους κοίταξε συγχυσμένος. «Τι πάθατε ρε και μου γίνατε όλοι ευαίσθητοι; Ακούσατε για ένα μωρό που το μάλωσαν και μαλακώσατε;»
«Ρε Μάρκο!» προσπάθησε να τον συμμαζέψει ο Ανδρέας. Αλλά ο Μάρκος δε συμμαζευόταν. «Α δε μου τα λέτε καλά!» είπε νευριασμένα και φώναξε το γκαρσόνι. Πλήρωσε τον καφέ του και σηκώθηκε κι έφυγε. «Όταν συνέλθετε, τα λέμε» πέταξε βγαίνοντας από το μαγαζί.
Οι άλλοι τρεις δεν τολμούσαν να κοιταχτούν.
«Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε!» αστειεύτηκε ο Ανδρέας. Ο Μηνάς κι ο Πέτρος χαμογέλασαν αχνά με την προσπάθεια του φίλου τους να τους κάνει να νιώσουν καλύτερα.
«Τραγικό περιστατικό πάντως. Τον λυπήθηκα τον μικρό» ομολόγησε δειλά ο Μηνάς.
«Άσ’τα να πάνε…» συμφώνησε ο Πέτρος.
Πλήρωσαν κι έφυγαν, δίνοντας ραντεβού για την επόμενη. Είχαν κανονίσει να δουν το εβδομαδιαίο τους θριλεράκι. Ο Πέτρος γύρισε να τους κοιτάξει καθώς προχωρούσαν ο καθένας στον δρόμο του. Στο κολυμβητήριο η στάση του λεωφορείου ήταν πλέον άδεια.
«Πέτρο!» άκουσε μια γυναικεία φωνή πίσω του. Μια μαμά είχε ανοίξει την αγκαλιά της κι ένας άλλος μπόμπιρας έτρεχε με χαρά προς το μέρος της. Ο Πέτρος χαμογέλασε και συνέχισε τον δρόμο του σιγοψιθυρίζοντας Give all your tears to me αnd I’ll cry them for you.