Αυγής ταξίδι

Μια λευκή αυγή βάφτηκε στα κοραλλένια.
Βγήκε ν’ αγναντέψει πάνω από σώματα που περιπλανιόνται αδιάλειπτα.
Μια ποικιλία ζωηρών αποχρώσεων της ανθρώπινης ύπαρξης θα στολίσει και πάλι τη μέρα της.
Τυχαίες συναντήσεις, μεγάλες αποφάσεις, στροφές της μοίρας.
Θα δει δάκρυα κάθε λογής, χαμόγελα ειλικρινά, ερωτικά και ψεύτικα,
θυμό, απογοήτευση, χαρά και γαλήνη.
‘Πώς καταφέρνει ο άνθρωπος να κρύβεται κάτω από τόσο φως;’ αναρωτιέται.
Στο φως φαίνονται όλα, αρκεί τα μάτια να θέλουν να δουν.

Αναστέναξε, στέλνοντας ένα σύννεφο μακριά.
Κάπου, πίσω από κάτι κλειστά παραθυρόφυλλα, αντίκρισε τη μιζέρια.
Εκεί, δεν την άφησαν να μπει και να χαρίσει απλόχερα τη ζεστασιά της.
Την αγνοούσαν.
Μα ήταν και κάποιες αυλές γεμάτες λουλούδια, αρώματα κι ευγένεια
που δε χρειάστηκε καν πόρτα για να μπει.
Ήταν πάντα ορθάνοιχτα, κάθε που ξημέρωνε.
Εκεί χαιρόταν ν’ αλωνίζει και ν’ απολαμβάνει τα παιχνιδίσματα των δροσοσταλίδων
πάνω σε σκέψεις και συναισθήματα.

Αφού χόρτασε εικόνες, η αυγή έδυσε και μαζί απέσυρε το φως της.
Άφησε τους ανθρώπους στη μοίρα που η νύχτα τους φυλάει κι έκανε τον απολογισμό της.
‘Όποιος ανέχεται το σκοτάδι μέσα του, δε θα με δει ποτέ’ συλλογίστηκε.
‘Όποιος παλεύει να σωθεί απ’ αυτό, με έχει ανάγκη.
Μα όποιος διψά έστω για μια ηλιαχτίδα, θα με προσμένει να γυρίσω’ καθησυχάστηκε
κι έγειρε ν’ αποκοιμηθεί.

‘Αντίο, άνθρωπε.
Εις το επανιδείν’.

Related Posts