Έχωσε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του. Εκείνο το τσουλούφι δεν έλεγε να στρώσει με τίποτα. Έβαλε πρόχειρα λίγο ζελέ και καθησυχάστηκε πως κανείς δε θα το πρόσεχε ούτως ή άλλως. Πήρε το αγαπημένο του μπλε μπουφάν του και κρέμασε το κράνος στο χέρι του. Βγήκε, κλείδωσε την πόρτα και καλημέρισε τα γατιά της αυλής. Η Μαυρούλα είχε πάλι κουλουριαστεί πάνω στην εξάτμιση. Γιατί προτιμούσε αυτό το άβολο σημείο αντί για την ευρύχωρη σέλα, δεν το κατάλαβε ποτέ. Ίσως κάποια πλάσματα παραείναι καλόβολα, σκέφτηκε. Κούνησε το κεφάλι του και μάλωσε τον εαυτό του που ταυτιζόταν με μια γάτα. Έβαλε μπρος κι έφυγε.
Η μέρα στη δουλειά κυλούσε απελπιστικά αργά όταν δεν είχε πολλά να κάνει. Η σχέση του με τους συναδέλφους ήταν από τυπικές έως ανύπαρκτες. Για τ’ αφεντικά της εταιρείας ήταν απλώς ένας υπάλληλος που δε θυμούνταν ποτέ το όνομά του. Με λίγα λόγια, εκείνος και το ατίθασο τσουλούφι του θα πέρναγαν γι’ άλλη μια μέρα απαρατήρητοι. Τουλάχιστον είχε την ηρεμία του. Ή μήπως όχι; Ποια ήταν αυτή που φώναζε το όνομά του λίγο πριν το σχόλασμα; Αποκλείεται να απευθυνόταν σ’ εκείνον. Αλλά και πάλι, δεν είχαν άλλον Σωτήρη στον όροφο. Και η φωνή όλο και πλησίαζε.
«Είσαι ο Σωτήρης, σωστά;» τον ρώτησε η κοπέλα.
Ο Σωτήρης έγνεψε μηχανικά, μην μπορώντας ακόμη να πιστέψει ότι κάποιος από το γραφείο του μιλούσε στ’ αλήθεια.
«Χάρηκα! Είμαι η Στέλλα!» αποκρίθηκε πρόσχαρα η κοπέλα τείνοντας το χέρι της. Άπλωσε το δικό του εντελώς αμήχανα κι άγγιξε επιφυλακτικά το ξένο δέρμα.
«Είμαι καινούρια στη δουλειά και θα ήθελα λίγη βοήθεια! Οι υπόλοιποι δε φαίνονται και τόσο πρόθυμοι…» είπε δείχνοντας γύρω με το βλέμμα της. Ο Σωτήρης βγήκε από τη σιωπή του και προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Ποτέ δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί όταν του ζητούσαν βοήθεια. Έστρωσε το τσουλούφι του, στερέωσε τα γυαλιά του και της χαμογέλασε. Ξαφνικά ένιωθε χρήσιμος. Ορατός.
Αφού της έλυσε κάποιες βασικές απορίες, η Στέλλα γύρισε κι έφυγε για το γραφείο της. Σε λίγο επέστρεψε κρατώντας κάτι στα χέρια της. «Λυπάμαι που δεν έχω κάτι καλύτερο να σου προσφέρω ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Αλήθεια όμως είναι πολύ σημαντικό για μένα ότι με βοήθησες. Είχα πραγματικά απελπιστεί σήμερα. Έχω ανάγκη αυτήν τη δουλειά και η προοπτική να με απολύσουν με τρομάζει πιο πολύ κι από ταινία τρόμου!» αστειεύτηκε και του έδωσε το μανταρίνι που κρατούσε. «Είναι από το χωριό μου!» πρόσθεσε συνεσταλμένα. Ο Πέτρος την ευχαρίστησε λακωνικά και χαμογέλασε ξανά. Αφού την είδε ν’ απομακρύνεται, έβαλε το μανταρίνι στην τσέπη του, μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε για το σπίτι.
Μόλις κατέβηκε από τη μηχανή, η Μαυρούλα ήρθε να τριφτεί στα πόδια του. «Θέλεις κι εσύ λίγη προσοχή, ε μικρή μου;» της είπε γλυκά και της χάιδεψε το κεφάλι. Έβγαλε το μανταρίνι από την τσέπη του και το κοίταξε. Το πέταξε ψηλά και το ξανάπιασε σιγοσφυρίζοντας χαρούμενα.
«Γεια σου Μαυρούλα!» αποχαιρέτησε το γατί. «Και δοκίμασε να κοιμηθείς καμιά μέρα στη σέλα» είπε και της έκλεισε το μάτι. «Δεν ξέρεις! Μπορεί και να σου αρέσει!»