Η ευχή της μάνας

Μαυροφορεμένη, κίνησε το πρωί. Τα χέρια της παγωμένα από το κρύο. Το κεφάλι σκυφτό και στο βλέμμα της σκοτάδι. Τα πόδια της σχεδόν σέρνονταν. Το σώμα της γερμένο εμπρός, όπως του σκλάβου που τον σέρνουν στη δουλειά. Ένας άνεμος φύσηξε δυνατά και την έσπρωξε προς τα πίσω. Παραπάτησε. Αυτή η μικρή ήττα απέναντι στον άνεμο την πείσμωσε. Όρθωσε το ανάστημα της, κράτησε την κάπα της σφιχτά με το χέρι στο λαιμό και προχώρησε.

Βρήκε το κουράγιο να φτάσει ως την πόρτα. Όταν πέρασε την πύλη είχε πια συννεφιάσει. Δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο, τα καντηλάκια έφεγγαν σαν ευχές για τις ψυχές που χάθηκαν. Το βλέμμα της σταθερό χάραζε την πορεία. Μόλις έφτασε, κοίταξε τη φωτογραφία που δέσποζε στο μνήμα. Χαμήλωσε τα βουρκωμένα μάτια της και τα δάκρυα χάραξαν τον δρόμο για την ψυχή της. “Πόσο μαύρο θα φορέσεις ακόμα καρδιά μου για να βρεις το φως;” αναλογίστηκε.

Ήταν ο τέταρτος θάνατος που έζησε μέσα σε ένα χρόνο. Ο πατέρας της, η αδερφή της, η μάνα της… Λύγισε. Πόνεσε. Φώναξε. Μα ο τέταρτος θάνατος στράγγιξε τη ζωή από μέσα της. “Γιατί να ζει μια μάνα μετά το θάνατο του παιδιού της;” το ερώτημα που τη βασάνιζε τις νύχτες ήρθε ξανά στο μυαλό της.

Μια γυναίκα, μαυροφορεμένη κι εκείνη, πλησίασε κι έκοψε τον ειρμό της σκέψης της. “Το παιδί σου;” “Το παιδί μου.” είπε με ένα λυγμό γαντζωμένο στα χείλη της. “Η ευχή της μάνας σ’ ακολουθεί και μετά θάνατον.” Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τι εννοούσε. Δεν τη ρώτησε καν ποιά ήταν. Αν είχε χάσει κι εκείνη παιδί. Τα λόγια της γυναίκας ήχησαν σαν καμπάνα μέσα στην καρδιά της. Κι αυτός ο απόηχος την τάραξε. Σαν να τη ζέστανε λίγο να ξεμουδιάσει από τον πολύ πόνο.

Πώς λίγες λέξεις μπορούν να σηκώσουν έναν σταυρό; Αυτό είχε κάνει εκείνη η γυναίκα. Μάνα δε σε κάνει η ζωή του παιδιού σου. Μάνα σε κάνει η ατέρμονη αγάπη και φροντίδα σου γι’ αυτό. Η μάνα δεν παύει να αγαπά. Η μάνα δεν παύει να φροντίζει. Κι αν παύει η αγκαλιά κι αν παύει το χάδι, υπάρχει η ευχή. Και με την ευχή της μάνας, η ψυχή του παιδιού μπορεί να φτάσει μέχρι τον παράδεισο.

Related Posts

Leave a Reply