Κατέβηκε τα σκαλιά τρεκλίζοντας. Το κεφάλι της ήταν ζαλισμένο σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από εφιάλτη. Έκανε δυο μετέωρα βήματα και κοίταξε ψηλά προς το παράθυρο. Εκείνος, ατάραχος, κούμπωνε το παντελόνι του, ρεμβάζοντας. Κατέβασε τα μάτια, έκλεισε με το χέρι της τα πέτα του παλτό της και το κράτησε σφιχτά σαν να μπορούσε να κρύψει...
Το ματάκι της είχε κοκκινίσει λίγο εξωτερικά από κάποιον ερεθισμό. Το φροντίσαμε με χλιαρό χαμομηλάκι και της υποσχέθηκα ότι την επόμενη θα έχει θεραπευτεί. Αφού με ρώτησε τι σημαίνει το “θεραπευτεί” και της εξήγησα πως κάθε τι στο σώμα μας γιατρεύεται με την κατάλληλη φροντίδα, συνεχίσαμε το παιχνίδι. Την επόμενη μέρα δεν το ανέφερε και θεώρησα...
Είχες ποτέ ένα μικρό λούτρινο κουκλάκι; Φθαρμένο από σφιχτές αγκαλιές και ζωηρό παιχνίδι; Να σε συντροφεύει στα ταξίδια του μυαλού και η φαντασία σου να σε έχει πείσει πως είναι αληθινό και σε ακούει καλύτερα κι από άνθρωπο; Μα ήταν αληθινό! Ένα κομμάτι της παιδικής γενναιόδωρης ψυχής σου εγκαταστάθηκε μέσα του και του έδωσε πνοή....
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια αγκαλιά. Κάθε που ξημέρωνε άνοιγε για να χωρέσει όλον τον κόσμο. Ήταν το καταφύγιο κάθε πονεμένου, κουρασμένου, ευτυχισμένου. Έπαιρναν δύναμη κι έφευγαν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Τα βράδια μόνο έκλεινε για ν’ αγκαλιάσει τη μοναξιά. Εκείνη που όλη μέρα δεν τολμούσε να πάει κοντά της και να...
Σε είδα να βασανίζεσαι στο έλεος των όρνιων. Δεμένος σαν κατάδικος, να σε παραφυλούν, λες και το κρίμα σου ήταν το χειρότερο όλων των κριμάτων. Λύγισα στη θέα της αδικίας που προσωποποιούνταν μπροστά μου. Σε ρώτησα «Γιατί μας υπερασπίστηκες; Δε βλέπεις την αχαριστία τώρα; Κανείς δεν έρχεται να σε βοηθήσει. Φωτιά μας έδωσες και φωτιά...
«Μια φορά κι έναν καιρό, σκαρφαλωμένη σ’ έναν απόκρημνο βράχο, μια πηγή ανάβλυζε, ξεδιψώντας όσους ζητούσαν να πιουν από αυτήν. Δυσπρόσιτη όπως ήταν, για να την φτάσει κανείς έπρεπε να έχει τη θέληση να αναρριχηθεί ως την κορυφή του βράχου κι έπειτα να κατέβει το στενό και δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε σ’ εκείνη. Πολλοί ανέβαιναν,...
Σωριάστηκα γονατιστή μπρος στην εικόνα Του. Προσπάθησα μάταια να βάλω μια τάξη στο μυαλό μου. Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά. Είχαμε ήδη οργανώσει το πώς θα περάσουμε το Πάσχα. Ο αδερφός μου θα ερχόταν από την Αγγλία για να τους κάνει έκπληξη. Μόνο εγώ το ήξερα. Μα την έκπληξη μας την έκανε εκείνη. Σάββατο του Λαζάρου...
Ήταν πρωί όταν βγήκα στο μπαλκόνι και το είδα. Κουβαλούσε με προσοχή ένα κλαδάκι στο στόμα του. Όταν έφτασε στη φωλιά που έχτιζε, το τοποθέτησε με μαεστρία και κοίταξε υπερήφανο. Ήταν έτοιμη. «Καλημέρα χελιδόνι!» το χαιρέτησα. «Καλημέρα!» μου ανταπάντησε με ένα κοφτό τιτίβισμα.Ξάφνου, παρά το μαγικό μου διάλογο, το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη μου....
Σήκωσα το χέρι μου στο ύψος των ματιών μην κάνει να τ’ αγγίξει. Η Σκιά ήταν εκεί για άλλη μια φορά. Η παρουσία της αποκρουστική όπως πάντα. Είχε πάρει μορφή ανθρώπου. Ενός άνδρα σοβαροφανούς, με ύφος επιβλητικό. Το βλέμμα του στράφηκε πάνω μου από την πρώτη στιγμή. Μια σκοτεινή ομίχλη είχε για αύρα, μα μόνο...
Σε είδα σήμερα μπροστά μου. Περνούσες διακριτικά δίπλα από τους λίγους ανθρώπους στο βαγόνι. Η φωνή σου ίσα που έβγαινε, δείχνοντας τον κόπο που έκανες για να σηκώσεις το βάρος των λόγων σου. Ζητούσες βοήθεια για να επιβιώσεις εσύ και το παιδί σου, πουλώντας χαρτομάντιλα. Αν δεν είχες μιλήσει, κανείς δε θα καταλάβαινε ότι έχεις...