Στης παραμονής τη γωνία,ακούμπησε τη λύπη σου κι άσε την πίσω στον χρόνο που φεύγει. Κράτα μονάχα όσα σου δίδαξε. Στην ανατολή του έτους,άρπαξε την ελπίδα σφιχτά από το χέρι και κάνε ποδαρικό χορεύοντας κείνο το παλιό βαλσάκι που σε γλυκονανούριζε τα βράδια μέσα στο μουσικό κουτί του. Κοίτα ψηλά κι ευχήσου.Κοίταξε μέσα σου κι...
Μαζεύουμε στιγμές. Μικρές, πολύτιμες αχτίδες χαράς που πέφτουν σαν αγνές χιονονιφάδες στο σκοτάδι της εσωτερικής μας θλίψης.Παντού τριγύρω καραδοκούνσαν μικρές νεράιδες των αναμνήσεων. Τις φυλάμε στο μικρό Χριστουγεννιάτικο κουτί, εκείνο το στολισμένο με χρυσόσκονη, και γεμίζουμε τις αποθήκες μας με χαμόγελα και ζεστασιά για τις ώρες της μοναξιάς που θα έρθουν αγκαζέ με τον καινούριο...
Μια λευκή αυγή βάφτηκε στα κοραλλένια.Βγήκε ν’ αγναντέψει πάνω από σώματα που περιπλανιόνται αδιάλειπτα.Μια ποικιλία ζωηρών αποχρώσεων της ανθρώπινης ύπαρξης θα στολίσει και πάλι τη μέρα της.Τυχαίες συναντήσεις, μεγάλες αποφάσεις, στροφές της μοίρας.Θα δει δάκρυα κάθε λογής, χαμόγελα ειλικρινά, ερωτικά και ψεύτικα, θυμό, απογοήτευση, χαρά και γαλήνη.‘Πώς καταφέρνει ο άνθρωπος να κρύβεται κάτω από τόσο...
Θάρρος είναι για αφέλεια άραγε, άνθρωπε, πως αγαπάς, ενώ σε μια στιγμή μπορείς όλα να τα χάσεις;Είσαι η πιο επισφαλής επιχείρηση, μα το προϊόν της αγάπης σου αποφέρει το μεγαλύτερο κέρδος. Να ‘ναι η πίστη σου σ’ αυτό, που σε κάνει να προχωράς πάσει θυσία ή η ψευδαίσθηση πως είναι το μόνο που θα πάρεις...
Ζήσε το καλοκαίρι σου. Απόλαυσε τη θέρμη του αυγουστιάτικου ήλιου σαν το φιλί του κεραυνοβόλου έρωτα. Άφησε τη θάλασσα να σβήσει τα βήματά σου από την άμμο μαζί με τα λάθη σου. Βούτα στ’ αλμυρά τα κύματα χωρίς φόβο μα με πάθος. Αγνάντεψε το ηλιοβασίλεμα και δώσ’του να ταξιδέψει τα όνειρά σου. Στον αέρα του...
Οι ήρωες έπεσαν. Μοναχά θλίψη αρμόζει για όσα οι αρμόδιοι δε φρόντισαν. Θλίψη κι οργή. Σήμερα οι εγωισμοί πρέπει να σωπάσουν. Οι ευθύνες αναζητούν ξανά τον αίτιο. Ποιος νους χωρά πως για να καλυφθεί η αναξιότητα χρειάζεται να χαθούν ζωές; Καθήκον δεν είναι ο θάνατος ούτε η θυσία. Κι αν ο διωγμός από το σπίτι...
Της είπαν πως μοιάζει εύθραυστη σαν νεράιδα και γοητευτική σαν πριγκίπισσα. Της είπαν πως η ομορφιά της είναι η δύναμή της. Τότε εκείνη υποκλίθηκε μ’ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη. Έβγαλε το στέμμα που της φόρεσαν, σήκωσε τα μανίκια, έκανε το ραβδί της κατσαβίδι κι άρχισε να μαστορεύει, ευθαρσώς κι επιδέξια, τις αιώνιες ρωγμές της.
Θα ήθελα να ‘χα ένα μαχαίρι κι ένα μαγικό πινέλο. Με το μαχαίρι θ’ αφαιρούσα κάθε ασχήμια και με το πινέλο θα ζωγράφιζα χαμόγελα στις ψυχές των ανθρώπων. Αλλά πάλι…. με ξέρω. Στο τέλος, θα έβαφα και το μαχαίρι να μην μπορεί κανένα κακό να τρυπώσει σε τούτο δω το παραμύθι!
Στάθηκα στα συντρίμμια μια στιγμή να φωτογραφίσω την εικόνα στη μνήμη. Ήρθες δίπλα μου και ρώτησες. “Τι ψάχνεις;” “Νόημα” αποκρίθηκα. “Δε θα το βρεις εδώ” μου είπες. “Το νόημα δεν κρύβεται στην καταστροφή”. “Και πού να ψάξω;” αναρωτήθηκα απογοητευμένη. “Φτιάξε κάτι” πρότεινες. Σε κοίταξα. Μου άπλωσες το χέρι. “Πάμε”. Πήρα ό,τι μου πρόσταξε η καρδιά...