Μια λευκή αυγή βάφτηκε στα κοραλλένια.Βγήκε ν’ αγναντέψει πάνω από σώματα που περιπλανιόνται αδιάλειπτα.Μια ποικιλία ζωηρών αποχρώσεων της ανθρώπινης ύπαρξης θα στολίσει και πάλι τη μέρα της.Τυχαίες συναντήσεις, μεγάλες αποφάσεις, στροφές της μοίρας.Θα δει δάκρυα κάθε λογής, χαμόγελα ειλικρινά, ερωτικά και ψεύτικα, θυμό, απογοήτευση, χαρά και γαλήνη.‘Πώς καταφέρνει ο άνθρωπος να κρύβεται κάτω από τόσο...
Ζήσε το καλοκαίρι σου. Απόλαυσε τη θέρμη του αυγουστιάτικου ήλιου σαν το φιλί του κεραυνοβόλου έρωτα. Άφησε τη θάλασσα να σβήσει τα βήματά σου από την άμμο μαζί με τα λάθη σου. Βούτα στ’ αλμυρά τα κύματα χωρίς φόβο μα με πάθος. Αγνάντεψε το ηλιοβασίλεμα και δώσ’του να ταξιδέψει τα όνειρά σου. Στον αέρα του...
– Μαμά όταν είμαι χαρούμενη είμαι στον παράδεισο;– Ναι, καρδιά μου! Τον παράδεισο τον φτιάχνουμε μέσα μας!– Κι έχει ζώα, δάση και χρώματα;– Ό,τι μπορείς να φανταστείς!– Αυτά όμως υπάρχουν στη γη.– Ναι, υπάρχουν. – Τότε γιατί λένε ότι ο παράδεισος είναι στον ουρανό;– Γιατί, παιδί μου, στη γη, όσοι δεν μπορούν να φανταστούν τους...
Νοσταλγικό απόψε το φεγγάρι. Αναζητά το άλλο του μισό. Εκείνο που αχόρταγα του ‘κρυψε το σκοτάδι κι έμεινε μοναχό σ’ έναν ατέρμονο αγώνα πλήρωσης κι εκπλήρωσης.
Βούτα στη θάλασσα καρδιά μου! Να ξεπλύνεις τις πληγές σου στην αλμύρα της. Χωρίς φόβο. Γίνε φύλλο με οδηγό τον άνεμο και πυξίδα τα κύματα. Φτάνουν πια τα δάκρυα. Αλμύρα είναι κι αυτά. Άστα να ενωθούν με τη μητρική αγκαλιά της θάλασσας και να χαθούν στο σκοτεινό βυθό της μαζί με ό, τι λύτρωσαν. Προσπάθησες,...
Δύσκολοι καιροί. Θολωμένες ματιές, καρδιές και πνεύματα. Μα κάπου εκεί, ένα πουλί τιμά τη φύση του και συνεχίζει να πετά ελεύθερο μες στην ομίχλη. Τη σχίζει στα δυο και διαπερνώντας τη, κάνει τη δήλωσή του. «Δε με σκιάζει το ημίφως, όσο γνωρίζω πού να βρω το φως». Δες το.Δεν προσπαθεί καν.Δεν το νοιάζει η μοναξιά.Προχωρά...
Έτσι είναι η ζωή μερικές φορές.Δε φυτρώνει σε κήπους ούτε σε παρτέρια.Αρκείται σε λίγο νερό.Κι αποφασίζει να δώσει λίγη ομορφιά εκεί που δεν υπάρχει.Και τότε η πέτρα έχει δύο επιλογές.Ή θα δεχτεί να ομορφύνει και θα ανοίξει μια χαραγματιά για να επιτρέψει στη ζωή να φανείή θα γίνει εμπόδιο μέχρι να βρει μόνη της η...
Κάποτε ήταν ένα αγόρι που αγαπούσε τις πάπιες. Όνειρο του ήταν να έχει μια πάπια για συντροφιά. Να μένει μαζί του κι εκείνος να τη φροντίζει. Όμως ζούσε σε διαμέρισμα κι έτσι δε θα μπορούσε να τη συντηρήσει. Να της προσφέρει στοργή, αλλά και λίγο από τη φύση της. Είχε μελετήσει τα πάντα για τις...
Μια νεαρή κάμπια περπατούσε ανέμελη σε έναν ανθισμένο κήπο. Έτρωγε και λιαζόταν χωρίς να σκοτίζεται για τίποτα. Λίγο πιο πέρα, πάνω σε ένα όμορφο τριαντάφυλλο καθόταν μία μέλισσα. Μάζευε με επιμέλεια τη γύρη και εργατική όπως ήταν είδε την κάμπια και απόρησε με την ανεμελιά της. «Καλημέρα» της είπε δειλά.«Καλημέρα!» απάντησε η κάμπια μασουλώντας ένα...
Κάθισα αντίκρυ σου και χάθηκα στα γαλαζοπράσινα νερά σου, αύρα σου ο κάλος μου λογισμός που με παίρνει μακριά. Θάλασσα γαλάζια μάνα μου σ’ όποια αν βρέθηκα στεριά νιώθω μόνο στην αγκάλη σου μια εγκλωβισμένη ελευθεριά. Θύελλες πια δε με φοβίζουνε ξέρω το τιμόνι να κρατάω. Λεύτερος γίνεται μονάχα αυτός που δε νιώθει σκλαβιά.