Ο θάνατος της μοναξιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια αγκαλιά. Κάθε που ξημέρωνε άνοιγε για να χωρέσει όλον τον κόσμο. Ήταν το καταφύγιο κάθε πονεμένου, κουρασμένου, ευτυχισμένου. Έπαιρναν δύναμη κι έφευγαν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Τα βράδια μόνο έκλεινε για ν’ αγκαλιάσει τη μοναξιά. Εκείνη που όλη μέρα δεν τολμούσε να πάει κοντά της και να ζητήσει μερίδιο.

Η αγκαλιά γνώριζε την υπερηφάνεια τη μοναξιάς, γι’ αυτό, κάθε που νύχτωνε, την πλησίαζε διακριτικά και την έκλεινε μέσα της, λίγο πριν κοιμηθεί. Εκείνη τη στιγμή που την είχε περισσότερη ανάγκη. Λίγο πριν τα βλέφαρα βαρύνουν. Τότε που οι σκέψεις ζωντάνευαν και σαν φαντάσματα στοίχειωναν την καρδιά.

Η αγκαλιά απάλυνε το βάσανο της μοναξιάς κι έπειτα την παρέδιδε στον Μορφέα. Έτσι της έσωζε τη ζωή κάθε βράδυ. Δείχνοντάς της πως ο θάνατος της αξίζει περισσότερο από τα βάσανα στα οποία η ίδια είχε υποβάλει τον εαυτό της.

Και κάθε βράδυ η μοναξιά πέθαινε στον ύπνο της γαλήνια.

Related Posts

Leave a Reply