You are currently viewing Ο ήρωας

Ο ήρωας

Kαι κάπως έτσι γεννήθηκε ο Ήρωας. Όχι, δεν βουτήχτηκε στην πηγή της αθανασίας από τη μητέρα του σαν άλλος Αχιλλέας. Αυτός δεν είχε μάνα. Η μόνη μάνα του ήταν η ζωή. Η ζωή τον δίδαξε πώς να περπατά. Κι ήταν σκληρή μαζί του.

Δεν ήταν βασιλιάς τρανός και πολυμήχανος σαν τον Οδυσσέα. Εκείνος ήταν γεμάτος αδυναμίες. Θνητός σαν το θάνατο και υλικός σαν το χώμα. Το μόνο που μοιραζόταν μαζί του ήταν ο νόστος. Αυτή η δίψα να φτάσει στη λύτρωση. Αυτή κρατούσε μέσα του μια άσβεστη φλόγα που τον έσωζε κάθε φορά που έπεφτε στα βάραθρα της ύπαρξης του.

Αυτή ήταν η αθανασία του. Με ματωμένα τα χέρια από τα κομμάτια της καρδιάς του, δακρυσμένα τα μάτια να αντικατοπτρίζουν την ομίχλη της ψυχής του, εκείνος στεκόταν ξανά στα πόδια του και προχωρούσε. Αυτή η δύναμη να κοιτά μπροστά πάση θυσία. Και καθώς προχωρούσε κι απομακρυνόταν από τις σκιές του, οι πληγές του θεραπεύονταν κι ένα ανίκητο φως ανάβλυζε από τις ουλές που έκλειναν.

Κάποιος θα τον έλεγε ημίθεο σαν τον Ηρακλή που έβγαινε άτρωτος από όποιο άθλο. Ήταν ημίθεος, μα όχι με την αρχαία έννοια του όρου. Ήταν δισυπόστατος. Κορμί σάρκινο, αδύναμο και φθαρτό με μια ψυχή θεϊκή, άυλη και αιθέρια. Πώς κάτι άυλο κατοικούσε μέσα σε κάτι υλικό αλήθεια; Μια απάντηση που έψαχνε για χρόνια να βρει.

Μα την απάντηση έμελλε να του τη δώσει η ζωή κατά το τέλος του βίου του. Τότε που γερασμένος πια έγερνε κάθε βράδυ στο προσκέφαλο του κρεβατιού του, προσμένοντας το θάνατο σαν φίλο κι όχι σαν εχθρό. Όταν ο άνθρωπος φιλιώσει με το θάνατο, νικά το φόβο.

Έτσι άφοβος, έμοιαζε λίγο με τον Θησέα που φόρεσε μαύρα πανιά στη νίκη του. Δεν συλλογιζόταν το πένθος γιατί γι’ αυτόν δεν υπήρχε. Για να πενθήσεις πρέπει να έχεις κάτι να χάσεις. Εκείνος δεν είχε τίποτα πια. Μόνο κέρδος είχε να αποκομίσει.

Κι όταν ο αιώνιος ύπνος τον αγκάλιασε και η ύλη του έδυε στην τελευταία του ανάσα, πήρε την απάντηση του.

Όσο η σάρκα φθίνει, τόσο η ψυχή ανυψώνεται. Μόνο αντίστροφα οι αντίθετες φύσεις μπορούν να συνυπάρξουν. Μα το κοινό ταξίδι τους δεν το ορίζει παρά η μοίρα που τις ένωσε.

Κι η μοίρα απόψε χώρισε τις φύσεις του κι έμεινε ανάλαφρος να ταξιδεύει προς την αθανασία της Ιθάκης. Αυτός ήταν ο Ήρωας.

Ο κάθε σύγχρονος ήρωας που, μέσα στην τραγωδία της ζωής, ορθώνει το ανάστημα και βροντοφωνάζει πως η εξ ορισμού φύση του δεν είναι γόνος δικός της.